JONAH
Chapter 3
Jona | ABPGRK | 3:2 | ανάστηθι πορεύθητι εις Νινευϊ την πόλιν την μεγάλην και κήρυξον εν αυτή κατά το κήρυγμα το έμπροσθεν ο εγώ ελάλησα προς σε | |
Jona | ABPGRK | 3:3 | και ανέστη Ιωνάς και επορεύθη εις Νινευϊ καθά ελάλησε κύριος η δε Νινευϊ ην πόλις μεγάλη τω θεώ ωσεί πορείας οδού τριών ημερών | |
Jona | ABPGRK | 3:4 | και ήρξατο Ιωνάς του επορεύεσθαι εις την πόλιν ωσεί πορείαν ημέρας μιάς και εκήρυξε και είπεν έτι τρείς ημέραι και Νινευϊ καταστραφήσεται | |
Jona | ABPGRK | 3:5 | και επίστευσαν οι άνδρες Νινευϊ τω θεώ και εκήρυξαν νηστείαν και ενεδύσαντο σάκκους από μεγάλου αυτών έως μικρού αυτών | |
Jona | ABPGRK | 3:6 | και ήγγισεν ο λόγος προς τον βασιλέα Νινευϊ και εξανέστη από του θρόνου αυτού και περιείλατο την στολήν αυτού αφ΄ εαυτού και περιεβάλετο σάκκον και εκάθισεν επί σποδού | |
Jona | ABPGRK | 3:7 | και εκηρύχθη και ερρέθη εν τη Νινευϊ παρά του βασιλέως και παρά των μεγιστάνων αυτού λεγόντων οι άνθρωποι και τα κτήνη και οι βόες και τα πρόβατα μη γευσάσθωσαν μηδέ νεμέσθωσαν και ύδωρ μη πιέτωσαν | |
Jona | ABPGRK | 3:8 | και περιεβάλλοντο σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη και ανεβόησαν προς τον θεόν εκτενώς και απέστρεψαν έκαστος από της οδού αυτών της πονηράς και από της αδικίας της εν χερσίν αυτών λέγοντες | |
Jona | ABPGRK | 3:9 | τις οίδεν ει μετανοήσει ο θεός και αποστρέψει εξ οργής θυμού αυτού και ου μη απολώμεθα | |