Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
JUDGES
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21
Prev Up Next Toggle notes
Chapter 17
Judg ABPGRK 17:1  και εγένετο ανήρ εξ όρους Εφραϊμ και όνομα αυτού Μιχά
Judg ABPGRK 17:2  και είπε τη μητρί αυτού τους χιλίους και εκατόν αργυρίου τους συλληφθέντας σοι και εξώρκισας και είπας εν τοις ωσίν μου ιδού το αργύριον παρ΄ εμοί εγώ έλαβον αυτό και είπεν η μήτηρ αυτού ευλογημένος ο υιός μου εν τω κυρίω
Judg ABPGRK 17:3  και απέδωκε τους χιλίους και εκατόν του αργυρίου τη μητρί αυτού και είπεν η μήτηρ αυτού αγιαζμόν ηγίασα το αργύριον τω κυρίω εκ της χειρός μου κατά μόνας του ποιήσαι γλυπτόν και χωνευτόν και νυν αποδώσω αυτό σοι
Judg ABPGRK 17:4  και απέδωκε το αργύριον τη μητρί αυτού και έλαβεν η μήτηρ αυτού διακοσίους του αργυρίου και έδωκεν αυτό τω χωνευτή και εποίησεν αυτό γλυπτόν και χωνευτόν και εγένετο εν οίκω Μιχά
Judg ABPGRK 17:5  και ο οίκος Μιχά αυτώ οίκος θεού και εποίησεν εφούδ και θεραφίν και ενέπλησε την χείρα ενός των υιών αυτού και εγενήθη αυτώ εις ιερέα
Judg ABPGRK 17:6  εν ταις ημέραις εκείναις ουκ ην βασιλεύς εν Ισραήλ ανήρ το ευθές εν οφθαλμοίς αυτού εποίει
Judg ABPGRK 17:7  και εγένετο παιδάριον εκ Βηθλεέμ Ιούδα εκ της συγγενείας Ιούδα και αυτός Λευίτης και αυτός παρώκει εκεί
Judg ABPGRK 17:8  και επορεύθη ο ανήρ εκ της πόλεως Βηθλεέμ Ιούδα παροικείν ου αν εύρη και ήλθεν έως όρους Εφραϊμ και έως οίκου Μιχά του ποιήσαι οδόν αυτού
Judg ABPGRK 17:9  και είπεν αυτώ Μιχά πόθεν έρχη και είπε προς αυτόν Λευίτης εγώ ειμι εκ Βηθλεέμ Ιούδα και εγώ πορεύομαι παροικείν ου αν εύρω
Judg ABPGRK 17:10  και είπεν αυτώ Μιχά κάθου μετ΄ εμού και γίνου μοι εις πατέρα και εις ιερέα και εγώ δώσω σοι δέκα αργυρίου εις ημέρας και ζεύγος ιματίων και τα προς ζωή σου
Judg ABPGRK 17:11  και επορεύθη ο Λευίτης και ήρξατο παροικείν παρά τω ανδρί και εγενήθη το παιδάριον αυτώ ως εις από υιών αυτού
Judg ABPGRK 17:12  και ενέπλησε Μιχά την χείρα του Λευίτου και εγενήθη αυτώ το παιδάριον εις ιερέα και ην εν τω οίκω Μιχά
Judg ABPGRK 17:13  και είπε Μιχά νυν έγνων ότι αγαθοποίησέ μοι κύριος ότι εγενήθη μοι ο Λευίτης εις ιερέα