Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
JUDGES
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21
Prev Up Next
Chapter 15
Judg ABPGRK 15:1  και εγένετο μεθ΄ ημέρας εν ημέραις θερισμού πυρών και επεσκέψατο Σαμψών την γυναίκα αυτού φέρων έριφον αιγών και είπεν εισελεύσομαι προς την γυναίκά μου εις τον κοιτώνα και ουκ έδωκεν αυτόν ο πατήρ αυτής εισελθείν
Judg ABPGRK 15:2  και είπεν ο πατήρ αυτής ειπών είπα ότι μισών εμίσησας αυτήν και έδωκα αυτήν τω συνεταίρω σου ουκ ιδού η αδελφή αυτής η νεωτέρα κρείσσων αυτής εστίν έστω σοι ανθ΄ αυτής
Judg ABPGRK 15:3  και είπεν αυτώ Σαμψών αθώός ειμι το άπαξ από αλλοφύλων ότι ποιώ εγώ μεθ΄ υμών κακά
Judg ABPGRK 15:4  και επορεύθη Σαμψών και συνέλαβε τριακοσίας αλώπεκας και έλαβε λαμπάδας και συνέδησε κέρκον προς κέρκον και έθηκε λαμπάδα μίαν αναμέσον των δύο κέρκων και ωδήγησε
Judg ABPGRK 15:5  και εξέκαυσε πυρ εν ταις λαμπάσι και εξαπέστειλεν εν τοις στάχυσι των αλλοφύλων και ενεπύρισε τους στάχυας από άλωνος και έως σταχύων ορθών και έως αμπελώνος και ελαίας
Judg ABPGRK 15:6  και είπαν οι αλλόφυλοι τις εποίησε ταύτα και είπαν Σαμψών ο γαμβρός του Θαμναταίου ότι έλαβε την γυναίκα αυτού και έδωκεν αυτήν τω συνεταίρω αυτού και ανέβησαν οι αλλόφυλοι και ενέπρησαν αυτήν και τον οίκον του πατρός αυτής εν πυρί
Judg ABPGRK 15:7  και είπεν αυτοίς Σαμψών εάν ποιήσητε ούτως ουκ ευδοκήσω αλλά την εκδίκησίν μου εξ ενός εκάστου υμών ποιήσομαι
Judg ABPGRK 15:8  και επάταξεν αυτούς κνήμην επί μηρόν πληγήν μεγάλην και κατέβη και εκάθισεν εν τρυμαλιά της πέτρας Ητάμ
Judg ABPGRK 15:9  και ανέβησαν οι αλλόφυλοι και παρενέβαλον εν Ιούδα και εξερρίφησαν εν Λεχί
Judg ABPGRK 15:10  και είπεν αυτοίς πας ανήρ Ιούδα ινατί ανέβητε εφ΄ ημάς και είπον οι αλλόφυλοι δήσαι τον Σαμψών ανέβημεν και ποιήσαι αυτώ ον τρόπον εποίησεν ημίν
Judg ABPGRK 15:11  και κατέβησαν τρισχίλιοι άνδρες εξ Ιούδα επί τρυμαλιάν πέτρας Ητάμ και είπαν προς Σαμψών ουκ οίδας ότι κυριεύουσιν οι αλλόφυλοι ημών και ινατί ταύτα εποίησας ημίν και είπεν αυτοίς Σαμψών ον τρόπον εποίησάν μοι ούτως εποίησα αυτοίς
Judg ABPGRK 15:12  και είπον αυτώ δήσαί σε κατέβημεν του παραδούναί σε εις χείρας αλλοφύλων και είπεν αυτοίς Σαμψών ομόσατέ μοι μη αποκτείναί με υμείς και μή ποτε συναντήσητέ μοι υμείς
Judg ABPGRK 15:13  και ώμοσαν αυτώ λέγοντες ουχί αλλ΄ η δεσμώ δήσομέν σε και παραδώσομέν σε εις χείρας αυτών θανάτω δε ου θανατώσομέν σε και έδησαν αυτόν εν δυσί καλωδίοις καινοίς και ανήνεγκαν αυτόν εκ της πέτρας
Judg ABPGRK 15:14  και αυτός ήλθεν έως Σιαγόνος και οι αλλόφυλοι ηλάλαξαν και έδραμον εις συνάντησιν αυτού και κατεύθυνεν επ΄ αυτόν πνεύμα κυρίου και εγένετο τα καλώδια τα εν τοις βραχίοσιν αυτού ωσεί στυππίον ηνίκα αν οσφρανθή πυρός και ετάκησαν οι δεσμοί από των βραχιόνων αυτού
Judg ABPGRK 15:15  και εύρεν σιαγόνα όνου ερριμμένην και εξέτεινε την χείρα αυτού και έλαβεν αυτήν και επάταξεν εν αυτή χιλίους άνδρας
Judg ABPGRK 15:16  και είπε Σαμψών εν σιαγόνι όνου εξαλείφων εξήλειψα αυτούς ότι εν τη σιαγόνι του όνου επάταξα χιλίους άνδρας
Judg ABPGRK 15:17  και εγένετο ηνίκα συνετέλεσε λαλών και έρριψε την σιαγόνα από της χειρός αυτού και εκάλεσε τον τόπον εκείνον αναίρεσις σιαγόνος
Judg ABPGRK 15:18  και εδίψησε σφόδρα και εβόησε προς κύριον και είπε συ έδωκας εν χειρί του δούλου σου την σωτηρίαν την μεγάλην ταύτην και νυν αποθανούμαι εν δίψη και εμπεσούμαι εν χειρί των απεριτμήτων
Judg ABPGRK 15:19  και ήνοιξεν ο θεός το τραύμα τον εν τη σιαγόνι και εξήλθεν εξ αυτού ύδατα και έπιε και επέστρεψε το πνεύμα αυτού και έζησε διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτής πηγή του επικαλουμένου η εστιν εν Σιαγόνι έως της ημέρας ταύτης
Judg ABPGRK 15:20  και έκρινε τον Ισραήλ εν ημέραις αλλοφύλων είκοσι έτη