Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
JUDGES
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21
Prev Up Next
Chapter 9
Judg ABPGRK 9:1  και επορεύθη Αβιμέλεχ ο υιός Ιεροβάαλ εις Σίκημα προς τους αδελφούς της μητρός αυτού και ελάλησε προς αυτούς και προς πάσαν την συγγένειαν του οίκου πατρός μητρός αυτού λέγων
Judg ABPGRK 9:2  λαλήσατε δη εν τοις ώσι πάντων των ανδρών Σικήμων ποίον βέλτιον υμίν το άρχειν υμών εβδομήκοντα άνδρας πάντας υιούς Ιεροβάαλ η κυριεύειν υμών άνδρα ένα και μνήσθητε ότι οστούν υμών και σαρξ υμών ειμί εγώ
Judg ABPGRK 9:3  και ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί της μητρός αυτού εν τοις ωσίν πάντων των ανδρών Σικήμων πάντας τους λόγους τούτους και έκλινεν η καρδία αυτών οπίσω Αβιμέλεχ ότι είπαν αδελφός ημών εστί
Judg ABPGRK 9:4  και έδωκαν αυτώ εβδομήκοντα αργυρίου εκ του οίκου Βαάλβερίθ και εμισθώσατο εν αυτοίς Αβιμέλεχ άνδρας κενούς και θαμβουμένους και επορεύθησαν οπίσω αυτού
Judg ABPGRK 9:5  και εισήλθεν εις τον οίκον του πατρός αυτού εις Εφραθά και απέκτεινε τους αδελφούς αυτού υιούς Ιεροβάαλ εβδομήκοντα άνδρας επί λίθον ένα και υπελείφθη Ιωαθάμ υιός Ιεροβάαλ ο νεώτερος ότι εκρύβη
Judg ABPGRK 9:6  και συνήχθησαν πάντες οι άνδρες Σικήμων και πας ο οίκος Μααλώ και επορεύθησαν και εβασίλευσαν τον Αβιμέλεχ βασιλέα προς τη βαλάνω της στάσεως της εν Σικήμοις
Judg ABPGRK 9:7  και ανήγγειλαν τω Ιωαθάμ και επορεύθη και έστησεν εν τη κορυφή του όρους Γαριζίν και επήρε την φωνήν αυτού και εκάλεσε και είπεν αυτοίς ακούσατέ μου άνδρες Σικήμων και ακούσεται υμών ο θεός
Judg ABPGRK 9:8  πορευόμενα επορεύθησαν τα ξύλα του χρίσαι επ΄ αυτών βασιλέα και είπαν τη ελαία βασίλευσον εφ΄ ημών
Judg ABPGRK 9:9  και είπεν αυτοίς η ελαία αφείσα την πιότητά μου ην εν εμοί εδόξασεν ο θεός και οι άνθρωποι πορευθώ άρχειν επί των ξύλων
Judg ABPGRK 9:10  και είπαν τα ξύλα τη συκή δεύρο βασίλευσον εφ΄ ημών
Judg ABPGRK 9:11  και είπεν αυτοίς η συκή αφεισά την γλυκύτητά μου και τα γεννήματά μου το αγαθόν πορευθώ άρχειν των ξύλων
Judg ABPGRK 9:12  και είπαν τα ξύλα τη αμπέλω δεύρο βασίλευε συ εφ΄ ημών
Judg ABPGRK 9:13  και είπεν αυτοίς η άμπελος αφείσα τον οίνόν μου την ευφροσύνην του θεού και των ανθρώπων πορευθώ άρχειν επί των ξύλων
Judg ABPGRK 9:14  και είπαν πάντα τα ξύλα προς την ράμνον δεύρο συ βασίλευε εφ΄ ημών
Judg ABPGRK 9:15  και είπεν η ράμνος προς τα ξύλα ει εν αληθεία χρίετέ με υμείς του βασιλεύειν εφ΄ υμάς δεύτε πεποίθατε εν τη σκέπη μου και ει μη εξέλθοι πυρ εκ της ράμνου και καταφάγοι τας κέδρους του Λιβάνου
Judg ABPGRK 9:16  και νυν ει εν αληθεία και εν τελειότητι εποιήσατε και εβασιλεύσατε τον Αβιμέλεχ και ει καλώς εποιήσατε μετά Ιεροβάαλ και μετά του οίκου αυτού και ει κατά το ανταπόδομα της χειρός αυτού εποιήσατε αυτώ
Judg ABPGRK 9:17  ως επολέμησεν ο πατήρ μου υπέρ υμών και έρριψε ψυχήν αυτού εξεναντίας και ερρύσατο υμάς εκ χειρός Μαδιάμ
Judg ABPGRK 9:18  και υμείς επανέστητεν επί τον οίκον του πατρός μου σήμερον και απεκτείνατε τους υιούς αυτού εβδομήκοντα άνδρας επί λίθον ένα και εβασιλεύσατε τον Αβιμέλεχ υιόν της παιδίσκην αυτού επί τους άνδρας Σικήμων ότι αδελφός υμών εστι
Judg ABPGRK 9:19  και ει εν αληθεία και τελειότητι εποιήσατε μετά Ιοροβάαλ και του οίκου αυτού εν τη ημέρα ταύτη ευφρανθείητε εν Αβιμέλεχ και ευφρανθείη και γε αυτός εν υμίν
Judg ABPGRK 9:20  ει μη εξέλθοι πυρ εξ Αβιμέλεχ και καταφάγοι τους άνδρας Σικήμων και τον οίκον Μαλώ και εξέλθοι πυρ από ανδρών Σικήμων και εκ του οίκου Μαλώ και καταφάγοι τον Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:21  και απέδρα Ιωθάμ και έφυγε και επορεύθη εις Βηρά και κατώκησε εκεί από προσώπου Αβιμέλεχ του αδελφού αυτού
Judg ABPGRK 9:22  και ήρξεν Αβιμέλεχ επί Ισραήλ τρία έτη
Judg ABPGRK 9:23  και εξαπέστειλεν ο θεός πνεύμα πονηρόν αναμέσον Αβιμέλεχ και αναμέσον των ανδρών Σικήμων και ηθέτησαν οι άνδρες Σικήμων εν τω οίκω Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:24  του επαγαγείν την αδικίαν των εβδομήκοντα υιών Ιεροβάαλ και το αίμα αυτών επιθείναι επί Αβιμέλεχ τον αδελφόν αυτών τον αποκτείναντα αυτούς και επί τους άνδρας Σικήμων τους κατισχύσαντες τας χείρας αυτών ωστε αποκτείναι τους αδελφούς αυτού
Judg ABPGRK 9:25  και έθεντο αυτώ οι άνδρες Σικήμων ενεδρεύοντας επί τας κεφαλάς των ορεών και ανήρπαζον πάντας τους διαπορευομένους επ΄ αυτών εν τη οδώ και απηγγέλη τω Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:26  και ήλθε Γαάλ υιός Αβέδ και οι αδελφοί αυτού και παρήλθον εις Σικήμα και επεποίθησαν εν αυτώ οι άνδρες Σικήμων
Judg ABPGRK 9:27  και εξήλθον εις αγρόν και ετρύγησαν τους αμπελώνας αυτών και επάτουν και εποίουν χορούς και εισήλθον εις οίκον θεού αυτών και έφαγον και έπιον και κατηρώντο τον Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:28  και είπε Γαάλ υιός Αβέδ τις εστίν Αβιμέλεχ και τις εστίν υιός Συχεμ ότι δουλεύσομεν αυτώ ουχ υιός Ιεροβάαλ και Ζεβούλ επίσκοπος αυτού δούλος αυτού συν τοις ανδράσιν Εμμώρ πατρός Συχέμ και τι ότι δουλεύσομεν αυτώ ημείς
Judg ABPGRK 9:29  και τις δώη τον λαόν τούτον εν χειρί μου και μεταστήσω τον Αβιμέλεχ και ερώ προς Αβιμέλεχ πλήθυνον την δύναμίν σου και έξελθε
Judg ABPGRK 9:30  και ήκουσε Ζεβούλ ο άρχων της πόλεως τους λόγους Γαάλ υιόυ Αβέδ και εθυμώθη οργή
Judg ABPGRK 9:31  και απέστειλεν αγγέλους προς Αβιμέλεχ μετά δώρων λέγων ιδού Γαάλ υιός Αβέδ και οι αδελφοί αυτού παραγεγόνασιν εις Σίκημα και οίδε πολιορκούσι την πόλιν επί σε
Judg ABPGRK 9:32  και νυν ανάστηθι νυκτός συ και ο λαός ο μετά σου και ενέδρευε τω αγρώ
Judg ABPGRK 9:33  και έσται τοπρωϊ άμα τω ανατείλαι τον ήλιον και ορθρίεις και εκτενείς επί την πόλιν και ιδού αυτός και ο λαός ο μετ΄ αυτού εκπορεύεται προς σε και ποιήσεις αυτώ καθάπερ αν εύρη η χειρ σου
Judg ABPGRK 9:34  και ανέστη Αβιμέλεχ και πας ο λαός ο μετ΄ αυτού νυκτός και ενήδρευσαν επί Σικήμα τέσσαρες αρχαί
Judg ABPGRK 9:35  και εξήλθε Γαάλ υιός Αβέδ και έστη προς την θύρα της πύλης της πόλεως και ανέστη Αβιμέλεχ και πας ο λαός ο μετ΄ αυτού εκ των ενέδρων
Judg ABPGRK 9:36  και είδε Γαάλ υιός Αβέδ τον λαόν και είπε προς Ζεβούλ ιδού λαός καταβαίνων από των κορυφών των ορεών και είπε προς αυτόν Ζεβούλ την σκιάν των ορεών συ οράς ως άνδρας
Judg ABPGRK 9:37  και προσέθετο έτι Γαάλ του λαλήσαι και είπεν ιδού λαός καταβαίνων κατά θάλασσαν από του εχόμενα του ομφαλού της γης και αρχή μία παραγίνεται από οδού δρυός βλεπόντων
Judg ABPGRK 9:38  και είπε προς αυτόν Ζεβούλ που εστι το στόμα σου το λέγον τις εστιν Αβιμέλεχ ότι δουλεύσομεν αυτώ ουκ ούτός εστιν ο λαός ον εξουδένωσας έξελθε δη νυν και πολέμει προς αυτόν
Judg ABPGRK 9:39  και εξήλθε Γαάλ από προσώπου των ανδρών Σικήμων και επολέμησε προς Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:40  και κατεδίωξεν αυτόν Αβιμέλεχ και έφυγεν από προσώπου αυτού και έπεσον τραυματίαι πολλοί έως των θυρών της πόλεως
Judg ABPGRK 9:41  και εκάθισεν Αβιμέλεχ εν Αριμά και εξέβαλε Ζεβούλ τον Γαάλ και τους αδελφούς αυτού του μη οικείν εν Σικήμοις
Judg ABPGRK 9:42  και εγενήθη τη επαύριον και εξήλθεν ο λαός εις το πεδίον και απηγγέλη τω Αβιμέλεχ
Judg ABPGRK 9:43  και παρέλαβε τον λαόν και διείλεν αυτόν εις τρεις αρχάς και ενήδρευσεν εν αγρώ και είδε και ιδού λαός εξήλθεν εκ της πόλεως και επανέστη επ΄ αυτούς και επάταξεν αυτούς
Judg ABPGRK 9:44  και Αβιμέλεχ και αρχαί αι μετ΄ αυτού εξέτειναν και έστησαν παρά την θύραν της πύλης της πόλεως και αι δύο αρχαί εξεχύθησαν επί πάντας τους εν τω αγρώ και επάταξεν αυτούς
Judg ABPGRK 9:45  και Αβιμέλεχ επολέμει εν τη πόλει όλην την ημέραν εκείνην και κατελάβοντο την πόλιν και τον λαόν τον εν αυτή απέκτειναν και καθείλε την πόλιν και έσπειρεν αυτήν άλας
Judg ABPGRK 9:46  και ήκουσαν πάντες οι άνδρες του πύργου Σικήμων και εισήλθον εις το οχύρωμα οίκου Βηθήλ Βερίθ
Judg ABPGRK 9:47  και ανηγγέλη τω Αβιμέλεχ ότι συνήχθησαν πάντες οι άνδρες του πύργου Σικήμων
Judg ABPGRK 9:48  και ανέβη Αβιμέλεχ εις όρος Σελμών αυτός και πας ο λαός ο μετ΄ αυτού και έλαβεν Αβιμέλεχ την αξίνην εν τη χειρί αυτού και έκοψε φορτίον ξύλων και έλαβεν αυτό και επέθηκεν επί τους ώμους αυτού και είπε προς τον λαόν τον μετ΄ αυτού τι ίδετέ με ποιούντα ταχέως ποιήσατε ως και εγώ
Judg ABPGRK 9:49  και έκοψαν και γε πάντες αυτοί έκαστος φορτίον και ήραν και επορεύθησαν οπίσω Αβιμέλεχ και επέθηκαν επί το οχύρωμα και ενέπρησαν επ΄ αυτούς το οχύρωμα εν πυρί και πάντες απέθανον οι άνδρες πύργου Σικήμων ωσεί χίλιοι άνδρες και γυναίκες
Judg ABPGRK 9:50  και επορεύθη Αβιμέλεχ εις Θηβής και περιεκάθισεν αυτήν και προκατελάβετο αυτήν
Judg ABPGRK 9:51  και πύργος ισχυρός ην εν μέσω της πόλεως και έφυγον εκεί πάντες οι άνδρες και αι γυναίκες και πάντες οι ηγούμενοι της πόλεως και απέκλεισαν εφ΄ εαυτοίς και ανέβησαν επί το δώμα του πύργου
Judg ABPGRK 9:52  και ήλθεν Αβιμέλεχ έως του πύργου και εξεπολέμησαν αυτόν και ήγγισεν Αβιμέλεχ έως της θύρας του πύργου του εμπρήσαι αυτόν εν πυρί
Judg ABPGRK 9:53  και έρριψε γυνή μία κλάσμα μύλου επί την κεφαλήν Αβιμέλεχ και συνέκλασε το κρανίον αυτού
Judg ABPGRK 9:54  και εβόησε το τάχος προς το παιδάριον το αίρον τα σκεύη αυτού και είπεν αυτώ σπάσαι την ρομφαιαν σου και θανάτωσόν με μή ποτε είπωσι ότι γυνή απέκτεινεν αυτόν και εξεκέντησεν αυτόν το παιδάριον αυτού και απέθανε
Judg ABPGRK 9:55  και είδεν ανήρ Ισραήλ ότι απέθανεν Αβιμέλεχ και απήλθεν ανήρ εις τον τόπον αυτού
Judg ABPGRK 9:56  και επέστρεψεν ο θεός την κακίαν Αβιμέλεχ ην εποίησε τω πατρί αυτού αποκτείναι τους εβδομήκοντα αδελφούς αυτού
Judg ABPGRK 9:57  και πάσαν την κακίαν ανδρών Σικήμων επέστρεψεν ο θεός εις την κεφαλήν αυτών και επήλθεν επ΄ αυτούς η κατάρα Ιωαθάμ του υιόυ Ιεροβάαλ