GENESIS
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
Chapter 3
Gene | ABPGRK | 3:1 | ο δε όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γης ων εποίησε κύριος ο θεός και είπεν ο όφις τη γυναικί τι ότι είπεν ο θεός ου μη φάγητε από παντός ξύλου του παραδείσου | |
Gene | ABPGRK | 3:3 | από δε του καρπού του ξύλου ο εστιν εν μέσω του παραδείσου είπεν ο θεός ου φάγεσθε απ΄ αυτού ου δε μη άψησθε αυτού ίνα μη αποθάνητε | |
Gene | ABPGRK | 3:5 | ήδει γαρ ο θεός ότι η αν ημέρα φάγητε απ΄ αυτού διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν | |
Gene | ABPGRK | 3:6 | και είδεν η γυνή ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστι του κατανοήσαι και λαβούσα του καρπού αυτού έφαγε και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ΄ αυτής και έφαγον | |
Gene | ABPGRK | 3:7 | και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν αυτοίς περιζώματα | |
Gene | ABPGRK | 3:8 | και ήκουσαν της φωνής κυρίου του θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου κυρίου του θεού εν μέσω του ξύλου του παραδείσου | |
Gene | ABPGRK | 3:10 | και είπεν αυτώ της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην ότι γυμνός ειμι και εκρύβην | |
Gene | ABPGRK | 3:11 | και είπεν αυτώ ο θεός τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν απ΄ αυτού έφαγες | |
Gene | ABPGRK | 3:12 | και είπεν ο Αδάμ η γυνή ην έδωκας μετ΄ εμού αυτή μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον | |
Gene | ABPGRK | 3:13 | και είπε κύριος ο θεός τη γυναικί τι τούτο εποίησας και είπεν η γυνή ο όφις ηπάτησε με και έφαγον | |
Gene | ABPGRK | 3:14 | και είπε κύριος ο θεός τω όφει ότι εποίησας τούτο επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων των επί της γης επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου | |
Gene | ABPGRK | 3:15 | και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπερματός αυτής αυτός σου τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν | |
Gene | ABPGRK | 3:16 | και τη γυναικί είπε πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τους στεναγμους σου εν λύπαις τέξη τέκνα και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου και αυτός σου κυριεύσει | |
Gene | ABPGRK | 3:17 | τω δε Αδάμ είπεν ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου και έφαγες από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν απ΄ αυτού έφαγες επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου | |
Gene | ABPGRK | 3:19 | εν ίδρωτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου έως του αποστρέψαι σε εις την γην εξ ης ελήφθης ότι γη ει και εις γην απελεύση | |
Gene | ABPGRK | 3:20 | και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή ότι αυτή ην μήτηρ πάντων των ζώντων | |
Gene | ABPGRK | 3:21 | και εποίησε κύριος ο θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς | |
Gene | ABPGRK | 3:22 | και είπεν ο θεός ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν και νυν μήποτε εκτείνη την χείρα και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα | |
Gene | ABPGRK | 3:23 | και εξαπέστειλεν αυτόν κύριος ο θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην εξ ης ελήφθη | |