Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
RUTH
1 2 3 4
Prev Up Next
Chapter 3
Ruth ABPGRK 3:1  και εκάθισε μετά της πενθεράς αυτής και είπε αυτή Νοομί η πενθερά αυτής θύγατερ ου μη ζητήσω σοι ανάπαυσιν ίνα ευ γένηταί σοι
Ruth ABPGRK 3:2  και νυν ουχί Βοόζ γνώριμος ημίν ου ης μετά των κορασίων αυτού ιδού αυτός λικμά τον άλωνα των κριθών ταύτη τη νυκτί
Ruth ABPGRK 3:3  συ δε λούση και αλείψη και περιθήσεις τον ιματισμόν σου επί σεαυτή και ανάβηθι επί τον άλω μη γνωρισθής τω ανδρί έως του συντελέσαι αυτόν του φαγείν και πιείν
Ruth ABPGRK 3:4  και έσται εν τω κοιμηθήναι αυτόν και γνώση τον τόπον ου κοιμάται εκεί και ελεύση και αποκαλύψεις τα προς ποδών αυτού και κοιμηθήση και αυτός απαγγελεί σοι α ποιήσεις
Ruth ABPGRK 3:5  είπε δε Ρουθ προς αυτήν πάντα όσα αν είπης μοί ποιήσω
Ruth ABPGRK 3:6  και κατέβη εις τον άλω και εποίησε κατά πάντα όσα ενετείλατο αυτή η πενθερά αυτής
Ruth ABPGRK 3:7  και έφαγε Βοόζ και έπιε και ηγαθύνθη η καρδία αυτού και ήλθε του κοιμηθήναι εν μερίδι της στοιβής η δε ήλθεν εν κρυφή και απεκάλυψε τα προς ποδών αυτού και εκοιμήθη
Ruth ABPGRK 3:8  εγένετο δε εν τω μεσονυκτίω και εξέστη ο ανήρ και εταράχθη και ιδού γυνή κοιμάται προς ποδών αυτού
Ruth ABPGRK 3:9  είπε δε τις ει συ η δε είπεν εγώ ειμι Ρουθ η δούλη σου και περιβαλείς το πτερύγιόν σου επί την δούλην σου ότι αγχιστεύς ει συ
Ruth ABPGRK 3:10  και είπε Βοόζ ευλογημένη συ τω κυρίω θεώ θύγατερ ότι ηγάθυνας το έλεός σου το έσχατον υπέρ το πρώτον του μη πορευθήναί σε οπίσω νεανιών είτε πτωχός είτε πλούσιος
Ruth ABPGRK 3:11  και νυν θύγατερ μη φοβού πάντα όσα αν είπης ποιήσω σοι οίδε γαρ πάσα φυλή λαού μου ότι γυνή δυνάμεως ει συ
Ruth ABPGRK 3:12  και νυν αληθώς αγχιστεύς εγώ ειμι και γε έστιν αγχιστεύς εν γη ων υπέρ εμέ
Ruth ABPGRK 3:13  αυλίσθητι την νύκτα και έσται τοπρωϊ εάν αγχιστεύση σε αγαθόν αγχιστευέτω εάν δε μη βούληται αγχιστεύσαί σε αγχιστεύσω σε εγώ ζη κύριος κοιμήθητι έως πρωϊ
Ruth ABPGRK 3:14  και εκοιμήθη προς ποδών αυτού έως πρωϊ η δε ανέστη προ του επιγνώναι άνδρα τον πλησίον αυτού και είπε Βοόζ μη γνωσθήτω ότι ελήλυθε γυνή εις τον άλω
Ruth ABPGRK 3:15  και είπεν αυτή φέρε το περίζωμα το επάνω σου και κράτησον αυτό η δε εκράτησεν αυτό και εμέτρησεν εξ κριθών και επέθηκεν επ΄ αυτήν και εισήλθεν εις την πόλιν
Ruth ABPGRK 3:16  και Ρουθ εισήλθε προς την πενθεράν αυτής η δε είπε τι εστι θύγατερ και απήγγειλεν αυτή πάντα όσα εποίησεν αυτή ο ανήρ
Ruth ABPGRK 3:17  και είπεν τα εξ των κριθών ταύτα έδωκέ μοι ότι είπε προς με μη εισέλθης κενή προς την πενθεράν σου
Ruth ABPGRK 3:18  η δε είπε κάθου θύγατερ έως του επιγνώναί σε πως ου πεσείται το ρήμα ου γαρ μη ησυχάση ο ανήρ έως αν τελέσθη το ρήμα σήμερον