GENESIS
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
Chapter 6
Gene | ABPGRK | 6:1 | και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς | |
Gene | ABPGRK | 6:2 | ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών ων εξελέξαντο | |
Gene | ABPGRK | 6:3 | και είπε κύριος ο θεός ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις διά το είναι αυτούς σάρκας έσονται δε αι ημέραι αυτών εκατόν είκοσιν έτη | |
Gene | ABPGRK | 6:4 | οι δε γίγαντες ήσαν επί της γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ΄ εκείνο ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων και εγεννώσαν εαυτοίς εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ΄ αιώνος οι άνθρωποι οι ονομαστοί | |
Gene | ABPGRK | 6:5 | ιδών δε κύριος ο θεός ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γης και πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας | |
Gene | ABPGRK | 6:7 | και είπεν ο θεός απαλείψω τον άνθρωπον ον εποίησα από προσώπου της γης από ανθρώπου έως κτήνους και από ερπετών έως των πετεινών του ουρανού ότι μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς | |
Gene | ABPGRK | 6:9 | αύται δε αι γενέσεις Νώε Νώε άνθρωπος δίκαιος τέλειος ων εν τη γενεά αυτού τω θεώ ευηρέστησε Νώε | |
Gene | ABPGRK | 6:12 | και είδε κύριος ο θεός την γην και ην κατεφθαρμένη ότι κατέφθειρε πάσα σαρξ την οδόν αυτού επί της γης | |
Gene | ABPGRK | 6:13 | και είπε κύριος ο θεός τω Νώε καιρός παντός ανθρώπου ήκει εναντίον μου ότι επλήσθη η γη αδικίας απ΄ αυτών και ιδού εγώ καταφθείρω αυτους και την γην | |
Gene | ABPGRK | 6:14 | ποίησον ουν σεαυτώ κιβωτόν εκ ξύλων τετραγώνων νοσσιάς ποιήσεις κατά την κιβωτόν και ασφαλτώσεις αυτήν έσωθεν και έξωθεν τη ασφάλτω | |
Gene | ABPGRK | 6:15 | και ούτω ποιήσεις την κιβωτόν τριακοσίων πηχέων το μήκος της κιβωτού και πεντήκοντα πηχέων το πλάτος και τριάκοντα πηχέων το ύψος αυτής | |
Gene | ABPGRK | 6:16 | επισυνάγων ποιήσεις τον κιβωτόν και εις πήχυν συντελέσεις αυτήν άνωθεν την δε θύραν της κιβωτού ποιήσεις εκ πλαγίων κατάγαια διώροφα και τριώροφα ποιήσεις αυτήν | |
Gene | ABPGRK | 6:17 | εγώ δε ιδού επάγω τον κατακλυσμόν ύδωρ επί την γην καταφθείραι πάσαν σάρκα εν η εστί πνεύμα ζωής υποκάτω του ουρανού και όσα αν η επί της γης τελευτήσει | |
Gene | ABPGRK | 6:18 | και στήσω την διαθήκην μου προς σε εισελεύση δε εις την κιβωτόν συ και οι υιοί σου και η γυνή σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σου | |
Gene | ABPGRK | 6:19 | και από πάντων των κτηνών και από πάντων των ερπετών και από πάντων των θηρίων και από πάσης σαρκός δύο δύο από πάντων εισάξεις εις την κιβωτόν ίνα τρέφης μετά σεαυτού άρσεν και θήλυ έσονται | |
Gene | ABPGRK | 6:20 | από πάντων των ορνέων κατά γένος και από πάντων των κτηνών κατά γένος και από πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης κατά γένος αυτών δύο δύο από πάντων εισελεύσονται προς σε τρέφεσθαι μετά σου άρσεν και θήλυ | |
Gene | ABPGRK | 6:21 | συ δε λήψη σεαυτώ από πάντων των βρωμάτων α έδεσθε και συνάξεις προς σεαυτόν και έσται σοι και εκείνοις φαγείν | |