Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
LAMENTATIONS
1 2 3 4 5
Prev Up Next Toggle notes
Chapter 3
Lame GreVamva 3:1  Εγώ είμαι ο άνθρωπος, όστις είδον θλίψιν από της ράβδου του θυμού αυτού.
Lame GreVamva 3:2  Με ώδήγησε και έφερεν εις σκότος και ουχί εις φως.
Lame GreVamva 3:3  Ναι, κατ' εμού εστράφη· κατ' εμού έστρεψε την χείρα αυτού όλην την ημέραν.
Lame GreVamva 3:4  Επαλαίωσε την σάρκα μου και το δέρμα μου· συνέτριψε τα οστά μου.
Lame GreVamva 3:5  Ωικοδόμησε κατ' εμού και με περιεκύκλωσε χολήν και μόχθον.
Lame GreVamva 3:6  Με εκάθισεν εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιωνίους.
Lame GreVamva 3:7  Με περιέφραξε, διά να μη εξέλθω· εβάρυνε τας αλύσεις μου.
Lame GreVamva 3:8  Έτι και όταν κράζω και αναβοώ, αποκλείει την προσευχήν μου.
Lame GreVamva 3:9  Περιέφραξε με πελεκητούς λίθους τας οδούς μου, εστρέβλωσε τας τρίβους μου.
Lame GreVamva 3:10  Έγεινεν εις εμέ άρκτος ενεδρεύουσα, λέων εν αποκρύφοις.
Lame GreVamva 3:11  Παρέτρεψε τας οδούς μου και με κατεσπάραξε, με κατέστηαεν ηφανισμένην.
Lame GreVamva 3:12  Ενέτεινε το τόξον αυτού και με έστησεν ως σκοπόν εις βέλος.
Lame GreVamva 3:13  Ενέπηξεν εις τα νεφρά μου τα βέλη της φαρέτρας αυτού.
Lame GreVamva 3:14  Έγεινα γέλως εις πάντα τον λαόν μου, άσμα αυτών όλην την ημέραν.
Lame GreVamva 3:15  Με εχόρτασε πικρίαν· με εμέθυσεν αψίνθιον.
Lame GreVamva 3:16  Και συνέτριψε τους οδόντας μου με χάλικας· με εκάλυψε με σποδόν.
Lame GreVamva 3:17  Και απέσπρωξα, από ειρήνης την ψυχήν μου· ελησμόνησα το αγαθόν.
Lame GreVamva 3:18  Και είπα, Απωλέσθη η δύναμίς μου και η ελπίς μου υπό του Κυρίου.
Lame GreVamva 3:19  Ενθυμήθητι την θλίψιν μου και την έξωσίν μου, το αψίνθιον και την χολήν.
Lame GreVamva 3:20  Η ψυχή μου ενθυμείται ταύτα ακαταπαύστως και είναι τεταπεινωμένη εν εμοί.
Lame GreVamva 3:21  Τούτο ανακαλώ εις την καρδίαν μου, όθεν έχω ελπίδα·
Lame GreVamva 3:22  Έλεος του Κυρίου είναι, ότι δεν συνετελέσθημεν, επειδή δεν εξέλιπον οι οικτιρμοί αυτού.
Lame GreVamva 3:23  Ανανεόνονται εν ταις πρωΐαις· μεγάλη είναι η πιστότης σου.
Lame GreVamva 3:24  Ο Κύριος είναι η μερίς μου, είπεν η ψυχή μου· διά τούτο θέλω ελπίζει επ' αυτόν.
Lame GreVamva 3:25  Αγαθός ο Κύριος εις τους προσμένοντας αυτόν, εις την ψυχήν την εκζητούσαν αυτόν.
Lame GreVamva 3:26  Καλόν είναι και να ελπίζη τις και να εφησυχάζη εις την σωτηρίαν του Κυρίου.
Lame GreVamva 3:27  Καλόν εις τον άνθρωπον να βαστάζη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού.
Lame GreVamva 3:28  Θέλει κάθησθαι κατά μόνας και σιωπά, επειδή ο Θεός επέβαλε φορτίον επ' αυτόν.
Lame GreVamva 3:29  Θέλει βάλει το στόμα αυτού εις το χώμα, ίσως ήναι ελπίς.
Lame GreVamva 3:30  Θέλει δώσει την σιαγόνα εις τον ραπίζοντα αυτόν· θέλει χορτασθή από ονειδισμού.
Lame GreVamva 3:31  Διότι ο Κύριος δεν απορρίπτει εις τον αιώνα·
Lame GreVamva 3:32  Αλλ' εάν και θλίψη, θέλει όμως και οικτειρήσει κατά το πλήθος του ελέους αυτού.
Lame GreVamva 3:33  Διότι δεν θλίβει εκ καρδίας αυτού ουδέ καταθλίβει τους υιούς των ανθρώπων.
Lame GreVamva 3:34  Το να καταπατή τις υπό τους πόδας αυτού πάντας τους δεσμίους της γης.
Lame GreVamva 3:35  Το να διαστρέφη κρίσιν ανθρώπου κατέναντι του προσώπου του Υψίστου·
Lame GreVamva 3:36  Το να αδική άνθρωπον εν τη δίκη αυτού· ο Κύριος δεν βλέπει ταύτα.
Lame GreVamva 3:37  Τις λέγει τι και γίνεται, χωρίς να προστάξη αυτό ο Κύριος;
Lame GreVamva 3:38  Εκ του στόματος του Υψίστου δεν εξέρχονται τα κακά και τα αγαθά;
Lame GreVamva 3:39  Διά τι ήθελε γογγύσει άνθρωπος ζων, άνθρωπος, διά την ποινήν της αμαρτίας αυτού;
Lame GreVamva 3:40  Ας ερευνήσωμεν τας οδούς ημών και ας εξετάσωμεν και ας επιστρέψωμεν εις τον Κύριον.
Lame GreVamva 3:41  Ας υψώσωμεν τας καρδίας ημών και τας χείρας προς τον Θεόν τον εν τοις ουρανοίς, λέγοντες,
Lame GreVamva 3:42  Ημαρτήσαμεν και απεστατήσαμεν· συ δεν μας συνεχώρησας.
Lame GreVamva 3:43  Περιεκάλυψας με θυμόν και κατεδίωξας ημάς· εφόνευσας, δεν εφείσθης.
Lame GreVamva 3:44  Εκάλυψας σεαυτόν με νέφος, διά να μη διαβαίνη η προσευχή ημών.
Lame GreVamva 3:45  Μας έκαμες σκύβαλον και βδέλυγμα εν μέσω των λαών.
Lame GreVamva 3:46  Πάντες οι εχθροί ημών ήνοιξαν το στόμα αυτών εφ' ημάς.
Lame GreVamva 3:47  Φόβος και λάκκος ήλθον εφ' ημάς, ερήμωσις και συντριμμός.
Lame GreVamva 3:48  Ρύακας υδάτων καταβιβάζει ο οφθαλμός μου διά τον συντριμμόν της θυγατρός του λαού μου.
Lame GreVamva 3:49  Ο οφθαλμός μου σταλάζει και δεν σιωπά, διότι δεν έχει άνεσιν,
Lame GreVamva 3:50  Εωσού ο Κύριος διακύψη και ίδη εξ ουρανού.
Lame GreVamva 3:51  Ο οφθαλμός μου καταθλίβει την ψυχήν μου, εκ πασών των θυγατέρων της πόλεώς μου.
Lame GreVamva 3:52  Οι εχθρευόμενοί με αναιτίως με εκυνήγησαν ακαταπαύστως ως στρουθίον.
Lame GreVamva 3:53  Έκοψαν την ζωήν μου εν τω λάκκω και έρριψαν λίθον επ' εμέ.
Lame GreVamva 3:54  Τα ύδατα επλημμύρησαν υπεράνω της κεφαλής μου· είπα, Απερρίφθην.
Lame GreVamva 3:55  Επεκαλέσθην το όνομά σου, Κύριε, εκ λάκκου κατωτάτου.
Lame GreVamva 3:56  Ήκουσαν την φωνήν μου· μη κλείσης το ωτίον σου εις τον στεναγμόν μου, εις την κραυγήν μου.
Lame GreVamva 3:57  Επλησίασας καθ' ην ημέραν σε επεκαλέσθην· είπας, Μη φοβού.
Lame GreVamva 3:58  Εδίκασας, Κύριε, την δίκην της ψυχής μου· ελύτρωσας την ζωήν μου.
Lame GreVamva 3:59  Είδες, Κύριε, το προς εμέ άδικον· κρίνον την κρίσιν μου.
Lame GreVamva 3:60  Είδες πάσας τας εκδικήσεις αυτών, πάντας τους διαλογισμούς αυτών κατ' εμού.
Lame GreVamva 3:61  Ήκουσαν, Κύριε, τον ονειδισμόν αυτών, πάντας τους διαλογισμούς αυτών κατ' εμού·
Lame GreVamva 3:62  Τους λόγους των επανισταμένων επ' εμέ και τας μελέτας αυτών κατ' εμού όλην την ημέραν.
Lame GreVamva 3:63  Ιδέ, όταν κάθηνται και όταν σηκόνωνται· εγώ είμαι το άσμα αυτών.
Lame GreVamva 3:64  Κάμε, Κύριε, εις αυτούς ανταπόδοσιν κατά τα έργα των χειρών αυτών.
Lame GreVamva 3:65  Δος εις αυτούς πώρωσιν καρδίας, την κατάραν· σου επ' αυτούς.
Lame GreVamva 3:66  Καταδίωξον εν οργή και αφάνισον αυτούς υποκάτωθεν των ουρανών του Κυρίου.