Toggle notes
Chapter 1
Jame | GreVamva | 1:1 | Ιάκωβος, δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, προς τας δώδεκα φυλάς τας διεσπαρμένας, χαίρειν. | |
Jame | GreVamva | 1:4 | Η δε υπομονή ας έχη έργον τέλειον, διά να ήσθε τέλειοι και ολόκληροι, μη όντες εις μηδέν ελλιπείς. | |
Jame | GreVamva | 1:5 | Εάν δε τις από σας ήναι ελλιπής σοφίας, ας ζητή παρά του Θεού του δίδοντος εις πάντας πλουσίως και μη ονειδίζοντος, και θέλει δοθή εις αυτόν. | |
Jame | GreVamva | 1:6 | Ας ζητή όμως μετά πίστεως, χωρίς να διστάζη παντελώς· διότι ο διστάζων ομοιάζει με κύμα θαλάσσης κινούμενον υπό ανέμων και συνταραττόμενον. | |
Jame | GreVamva | 1:11 | Διότι ανέτειλεν ο ήλιος με τον καύσωνα και εξήρανε τον χόρτον, και το άνθος αυτού εξέπεσε, και το κάλλος του προσώπου αυτού ηφανίσθη· ούτω και ο πλούσιος θέλει μαρανθή εν ταις οδοίς αυτού. | |
Jame | GreVamva | 1:12 | Μακάριος ο άνθρωπος, όστις υπομένει πειρασμόν· διότι αφού δοκιμασθή, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κύριος εις τους αγαπώντας αυτόν. | |
Jame | GreVamva | 1:13 | Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών και αυτός ουδένα πειράζει. | |
Jame | GreVamva | 1:14 | Πειράζεται δε έκαστος υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας, παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. | |
Jame | GreVamva | 1:15 | Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν, η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον. | |
Jame | GreVamva | 1:17 | Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον είναι άνωθεν καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής. | |
Jame | GreVamva | 1:18 | Εξ ιδίας αυτού θελήσεως εγέννησεν ημάς διά του λόγου της αληθείας, διά να ήμεθα ημείς απαρχή τις των κτισμάτων αυτού. | |
Jame | GreVamva | 1:19 | Λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι πας άνθρωπος ταχύς εις το να ακούη, βραδύς εις το να λαλή, βραδύς εις οργήν· | |
Jame | GreVamva | 1:21 | Διά τούτο απορρίψαντες πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας δέχθητε μετά πραότητος τον εμφυτευθέντα λόγον τον δυνάμενον να σώση τας ψυχάς σας. | |
Jame | GreVamva | 1:23 | Διότι εάν τις ήναι ακροατής του λόγου και ουχί εκτελεστής, ούτος ομοιάζει με άνθρωπον, όστις θεωρεί το φυσικόν αυτού πρόσωπον εν κατόπτρω· | |
Jame | GreVamva | 1:25 | Όστις όμως εγκύψη εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας και επιμείνη εις αυτόν, ούτος γενόμενος ουχί ακροατής επιλήσμων, αλλ' εκτελεστής έργου, ούτος θέλει είσθαι μακάριος εις την εκτέλεσιν αυτού. | |
Jame | GreVamva | 1:26 | Εάν τις μεταξύ σας νομίζη ότι είναι θρήσκος, και δεν χαλινόνη την γλώσσαν αυτού αλλ' απατά την καρδίαν αυτού, τούτου η θρησκεία είναι ματαία. | |
Chapter 2
Jame | GreVamva | 2:1 | Αδελφοί μου, μη έχετε με προσωποληψίας την πίστιν του δεδοξασμένου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. | |
Jame | GreVamva | 2:2 | Διότι εάν εισέλθη εις την συναγωγήν σας άνθρωπος έχων χρυσούν δακτυλίδιον με λαμπρόν ένδυμα, εισέλθη δε και πτωχός με ρυπαρόν ένδυμα, | |
Jame | GreVamva | 2:3 | και επιβλέψητε εις τον φορούντα το ένδυμα το λαμπρόν και είπητε προς αυτόν, Συ κάθου εδώ καλώς, και προς τον πτωχόν είπητε, Συ στέκε εκεί· κάθου εδώ υπό το υποπόδιόν μου, | |
Jame | GreVamva | 2:5 | Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της βασιλείας, την οποίαν υπεσχέθη προς τους αγαπώντας αυτόν; | |
Jame | GreVamva | 2:6 | Σεις όμως ητιμάσατε τον πτωχόν. Δεν σας καταδυναστεύουσιν οι πλούσιοι και αυτοί σας σύρουσιν εις κριτήρια; | |
Jame | GreVamva | 2:8 | Εάν μεν εκτελήτε τον νόμον τον βασιλικόν κατά την γραφήν, Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν, καλώς ποιείτε· | |
Jame | GreVamva | 2:9 | εάν όμως προσωποληπτήτε, κάμνετε αμαρτίαν και ελέγχεσθε υπό του νόμου ως παραβάται. | |
Jame | GreVamva | 2:11 | Επειδή ο ειπών, Μη μοιχεύσης, είπε και, Μη φονεύσης· αλλ' εάν δεν μοιχεύσης, φονεύσης δε, έγεινες παραβάτης του νόμου. | |
Jame | GreVamva | 2:12 | Ούτω λαλείτε και ούτω πράττετε, ως μέλλοντες να κριθήτε διά του νόμου της ελευθερίας· | |
Jame | GreVamva | 2:13 | διότι η κρίσις θέλει είσθαι ανίλεως εις τον όστις δεν έκαμεν έλεος· και το έλεος καυχάται κατά της κρίσεως. | |
Jame | GreVamva | 2:14 | Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; | |
Jame | GreVamva | 2:16 | και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; | |
Jame | GreVamva | 2:18 | Αλλά θέλει τις ειπεί· Συ έχεις πίστιν, και εγώ έχω έργα· δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, και εγώ θέλω σοι δείξει εκ των έργων μου την πίστιν μου. | |
Jame | GreVamva | 2:19 | Συ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι είς· καλώς ποιείς· και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι. | |
Jame | GreVamva | 2:20 | Θέλεις όμως να γνωρίσης, ω άνθρωπε μάταιε, ότι η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά; | |
Jame | GreVamva | 2:21 | Αβραάμ ο πατήρ ημών δεν εδικαιώθη εξ έργων, ότε προσέφερεν Ισαάκ τον υιόν αυτού επί το θυσιαστήριον; | |
Jame | GreVamva | 2:22 | Βλέπεις ότι η πίστις συνήργει εις τα έργα αυτού, και εκ των έργων η πίστις ετελειώθη, | |
Jame | GreVamva | 2:23 | και επληρώθη η γραφή η λέγουσα· Επίστευσε δε Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην, και φίλος Θεού ωνομάσθη. | |
Jame | GreVamva | 2:25 | Ομοίως δε και Ραάβ η πόρνη δεν εδικαιώθη εξ έργων, ότε υπεδέχθη τους απεσταλμένους και εξέβαλεν αυτούς δι' άλλης οδού; | |
Chapter 3
Jame | GreVamva | 3:1 | Μη γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, αδελφοί μου, εξεύροντες ότι μεγαλητέραν κατάκρισιν θέλομεν λάβει· | |
Jame | GreVamva | 3:2 | διότι εις πολλά πταίομεν άπαντες. Εάν τις δεν πταίη εις λόγον, ούτος είναι τέλειος ανήρ, δυνατός να χαλιναγωγήση και όλον το σώμα. | |
Jame | GreVamva | 3:3 | Ιδού, τους χαλινούς βάλλομεν εις τα στόματα των ίππων διά να πείθωνται εις ημάς, και μεταφέρομεν όλον το σώμα αυτών. | |
Jame | GreVamva | 3:4 | Ιδού, και τα πλοία, όντα τόσον μεγάλα και υπό σφοδρών ανέμων ελαυνόμενα, μεταφέρονται υπό ελαχίστου πηδαλίου, όπου αν θέλη η επιθυμία του κυβερνώντος. | |
Jame | GreVamva | 3:5 | Ούτω και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος, όμως μεγαλαυχεί. Ιδού, ολίγον πυρ πόσον μεγάλην ύλην ανάπτει· | |
Jame | GreVamva | 3:6 | και η γλώσσα πυρ είναι, ο κόσμος της αδικίας. Ούτω μεταξύ των μελών ημών η γλώσσα είναι η μολύνουσα όλον το σώμα και φλογίζουσα τον τροχόν του βίου και φλογιζομένη υπό της γεέννης. | |
Jame | GreVamva | 3:7 | Διότι παν είδος θηρίων και πτηνών, ερπετών και θαλασσίων δαμάζεται και εδαμάσθη υπό της ανθρωπίνης φύσεως, | |
Jame | GreVamva | 3:8 | την γλώσσαν όμως ουδείς των ανθρώπων δύναται να δαμάση· είναι ακράτητον κακόν, μεστή θανατηφόρου φαρμάκου. | |
Jame | GreVamva | 3:9 | Δι' αυτής ευλογούμεν τον Θεόν και Πατέρα, και δι' αυτής καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ' ομοίωσιν Θεού πλασθέντας· | |
Jame | GreVamva | 3:10 | εκ του αυτού στόματος εξέρχεται ευλογία και κατάρα. Δεν πρέπει, αδελφοί μου, ταύτα να γίνωνται ούτω. | |
Jame | GreVamva | 3:12 | μήπως είναι δυνατόν, αδελφοί μου, η συκή να κάμη ελαίας ή η άμπελος σύκα; ούτως ουδεμία πηγή είναι δυνατόν να κάμη ύδωρ αλμυρόν και γλυκύ. | |
Jame | GreVamva | 3:13 | Τις είναι μεταξύ σας σοφός και επιστήμων; ας δείξη εκ της καλής διαγωγής τα έργα εαυτού εν πραότητι σοφίας. | |
Jame | GreVamva | 3:14 | Εάν όμως έχητε εν τη καρδία υμών φθόνον πικρόν και φιλονεικίαν, μη κατακαυχάσθε και ψεύδεσθε κατά της αληθείας. | |
Jame | GreVamva | 3:15 | Η σοφία αύτη δεν είναι άνωθεν καταβαίνουσα, αλλ' είναι επίγειος, ζωώδης, δαιμονιώδης. | |
Jame | GreVamva | 3:17 | Η άνωθεν όμως σοφία πρώτον μεν είναι καθαρά, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτος και ανυπόκριτος. | |
Chapter 4
Jame | GreVamva | 4:1 | Πόθεν προέρχονται πόλεμοι και μάχαι μεταξύ σας; ουχί εντεύθεν, εκ των ηδονών σας, αίτινες στρατεύονται εντός των μελών σας; | |
Jame | GreVamva | 4:2 | Επιθυμείτε και δεν έχετε· φονεύετε και φθονείτε, και δεν δύνασθε να επιτύχητε· μάχεσθε και πολεμείτε· αλλά δεν έχετε, επειδή δεν ζητείτε· | |
Jame | GreVamva | 4:3 | ζητείτε και δεν λαμβάνετε, διότι κακώς ζητείτε, διά να δαπανήσητε εις τας ηδονάς σας. | |
Jame | GreVamva | 4:4 | Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται. | |
Jame | GreVamva | 4:5 | Η νομίζετε ότι ματαίως η γραφή λέγει, Προς φθόνον επιποθεί το πνεύμα, το οποίον κατώκησεν εν ημίν; | |
Jame | GreVamva | 4:6 | Αλλά μεγαλητέραν χάριν δίδει ο Θεός· όθεν λέγει· Ο Θεός εις τους υπερηφάνους αντιτάσσεται, εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν. | |
Jame | GreVamva | 4:7 | Υποτάχθητε λοιπόν εις τον Θεόν. Αντιστάθητε εις τον διάβολον, και θέλει φύγει από σάς· | |
Jame | GreVamva | 4:8 | πλησιάσατε εις τον Θεόν, και θέλει πλησιάσει εις εσάς. Καθαρίσατε τας χείρας σας, αμαρτωλοί, και αγνίσατε τας καρδίας, δίγνωμοι. | |
Jame | GreVamva | 4:9 | Κακοπαθήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε· ο γέλως σας ας μεταστραφή εις πένθος και η χαρά εις κατήφειαν. | |
Jame | GreVamva | 4:11 | Μη καταλαλείτε αλλήλους, αδελφοί. Όστις καταλαλεί αδελφόν και κρίνει τον αδελφόν αυτού, καταλαλεί τον νόμον και κρίνει τον νόμον και εάν κρίνης τον νόμον, δεν είσαι εκτελεστής του νόμου, αλλά κριτής. | |
Jame | GreVamva | 4:12 | Εις είναι ο νομοθέτης, ο δυνάμενος να σώση και να απολέση· συ τις είσαι όστις κρίνεις τον άλλον; | |
Jame | GreVamva | 4:13 | Έλθετε τώρα οι λέγοντες· Σήμερον ή αύριον θέλομεν υπάγει εις ταύτην την πόλιν και θέλομεν κάμει εκεί ένα χρόνον και θέλομεν εμπορευθή και κερδήσει· | |
Jame | GreVamva | 4:14 | οίτινες δεν εξεύρετε το μέλλον της αύριον· διότι ποία είναι η ζωή σας; είναι τωόντι ατμός, όστις φαίνεται προς ολίγον και έπειτα αφανίζεται· | |
Chapter 5
Jame | GreVamva | 5:1 | Έλθετε τώρα οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες διά τας επερχομένας ταλαιπωρίας σας. | |
Jame | GreVamva | 5:3 | ο χρυσός σας και ο άργυρος εσκωρίασε, και η σκωρία αυτών θέλει είσθαι εις μαρτυρίαν εναντίον σας και θέλει φάγει τας σάρκας σας ως πυρ. Εθησαυρίσατε διά τας εσχάτας ημέρας. | |
Jame | GreVamva | 5:4 | Ιδού, ο μισθός των εργατών των θερισάντων τα χωράφια σας, τον οποίον εστερήθησαν από σας, κράζει, και αι κραυγαί των θερισάντων εισήλθον εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ. | |
Jame | GreVamva | 5:5 | Ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας σας ως εν ημέρα σφαγής. | |
Jame | GreVamva | 5:7 | Μακροθυμήσατε λοιπόν, αδελφοί, έως της παρουσίας του Κυρίου. Ιδού, ο γεωργός περιμένει τον πολύτιμον καρπόν της γης και μακροθυμεί δι' αυτόν, εωσού λάβη βροχήν πρώϊμον και όψιμον· | |
Jame | GreVamva | 5:8 | μακροθυμήσατε και σεις, στηρίξατε τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου επλησίασε. | |
Jame | GreVamva | 5:9 | Μη στενάζετε κατ' αλλήλων, αδελφοί, διά να μη κατακριθήτε· ιδού, ο κριτής ίσταται έμπροσθεν των θυρών. | |
Jame | GreVamva | 5:10 | Λάβετε, αδελφοί μου, παράδειγμα της κακοπαθείας και της μακροθυμίας τους προφήτας, οίτινες ελάλησαν εν τω ονόματι του Κυρίου. | |
Jame | GreVamva | 5:11 | Ιδού, μακαρίζομεν τους υπομένοντας· ηκούσατε την υπομονήν του Ιώβ και είδετε το τέλος του Κυρίου, ότι είναι πολυεύσπλαγχνος ο Κύριος και οικτίρμων. | |
Jame | GreVamva | 5:12 | Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη ομνύετε μήτε τον ουρανόν μήτε την γην μήτε άλλον τινά όρκον· αλλ' έστω υμών το ναι ναι, και το ου, διά να μη πέσητε υπό κρίσιν. | |
Jame | GreVamva | 5:14 | Ασθενεί τις μεταξύ σας; ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και ας προσευχηθώσιν επ' αυτόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον εν τω ονόματι του Κυρίου. | |
Jame | GreVamva | 5:15 | Και η μετά πίστεως ευχή θέλει σώσει τον πάσχοντα, και ο Κύριος θέλει εγείρει αυτόν· και αμαρτίας αν έπραξε, θέλουσι συγχωρηθή εις αυτόν. | |
Jame | GreVamva | 5:16 | Εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, διά να ιατρευθήτε· πολύ ισχύει η δέησις του δικαίου ενθέρμως γενομένη. | |
Jame | GreVamva | 5:17 | Ο Ηλίας ήτο άνθρωπος ομοιοπαθής με ημάς και προσηυχήθη ενθέρμως να μη βρέξη, και δεν έβρεξεν επί της γης έτη τρία και μήνας έξ· | |
Jame | GreVamva | 5:18 | και πάλιν προσηυχήθη, και ο ουρανός έδωκε βροχήν και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής. | |
Jame | GreVamva | 5:19 | Αδελφοί, εάν τις μεταξύ σας αποπλανηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, | |