Site uses cookies to provide basic functionality.

OK
ECCLESIASTES
Up
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12
Chapter 1
Eccl ABPGRK 1:1  ρήματα εκκλησιαστού υιόυ Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ
Eccl ABPGRK 1:2  ματαιότης ματαιοτήτων είπεν ο εκκλησιαστής ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
Eccl ABPGRK 1:3  τις περίσσεια τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού ω μοχθεί υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 1:4  γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται και η γη εις τον αιώνα έστηκε
Eccl ABPGRK 1:5  και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει
Eccl ABPGRK 1:6  αυτός ανατέλλων εκπορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν κυκλοί κυκλών πορεύεται το πνεύμα και επί κύκλους αυτού επιστρέφει το πνεύμα
Eccl ABPGRK 1:7  πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν και η θάλασσα ουκ έστιν εμπιπλαμένη εις τον τόπον ου οι χείμαρροι πορεύονται εκεί αυτοί επιστρέψουσι του πορευθήναι
Eccl ABPGRK 1:8  πάντες οι λόγοι έγκοποι ου δυνήσεται ανήρ του λαλείν και ουκ εμπλησθήσεται οφθαλμός του οράν και ου πληρωθήσεται ους από ακροάσεως
Eccl ABPGRK 1:9  τι το γεγονός αυτό το γενησόμενον και τι το πεποιημένον αυτό το ποιηθησόμενον και ουκ έστι παν πρόσφατον υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 1:10  ος λαλήσει και ερεί ίδε τούτο καινόν εστιν ήδη γέγονεν εν τοις αιώσι τοις γενομένοις από έμπροσθεν ημών
Eccl ABPGRK 1:11  ουκ έστι μνήμη τοις πρώτοις και γε τοις εσχάτοις γενομένοις ουκ έσται αυτών μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην
Eccl ABPGRK 1:12  εγώ εκκλησιαστής εγενόμην βασιλεύς επί Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ
Eccl ABPGRK 1:13  και έδωκα την καρδίαν μου του εκζητήσαι και του κατασκέψασθαι εν τη σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ
Eccl ABPGRK 1:14  είδον σύμπαντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον και ιδού πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Eccl ABPGRK 1:15  διεστραμμένον ου δυνήσεται του επικοσμηθήναι και υστέρημα ου δυνήσεται αριθμηθήναι
Eccl ABPGRK 1:16  ελάλησα εγω εν καρδία μου του λέγειν ιδού εγώ εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν επί πάσιν οι εγένοντο έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ και έδωκα καρδίαν μου του γνώναι σοφίαν και γνώσιν
Eccl ABPGRK 1:17  και καρδία μου είδε πολλά σοφίαν και γνώσιν παραβολάς και επιστήμην έγνων εγώ ότι και γε τούτό εστι προαίρεσις πνεύματος
Eccl ABPGRK 1:18  ότι εν πλήθει σοφίας πλήθος γνώσεως και ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα
Chapter 2
Eccl ABPGRK 2:1  είπον εγώ εν καρδία μου δεύρο δη πειράσω σε εν ευφροσύνη και ίδε εν αγαθώ και ιδού και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 2:2  τω γέλωτι είπα περιφοράν και τη ευφροσύνη τι τούτο ποιείς
Eccl ABPGRK 2:3  και κατεσκεψάμην ει η καρδία μου ελκύσει ως οίνον την σάρκα μου και καρδία μου ωδήγησέ με εν σοφία και του κρατήσαι επ΄ ευφροσύνη έως ου ίδω ποίον το αγαθόν τοις υιοίς των ανθρώπων ο ποιήσουσιν υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτών
Eccl ABPGRK 2:4  εμεγάλυνα ποίημά μου ωκοδόμησά μοι οίκους εφύτευσά μου αμπελώνας
Eccl ABPGRK 2:5  εποίησά μοι κήπους και παραδείσους και εφύτευσα εν αυτοίς ξύλον παν καρπού
Eccl ABPGRK 2:6  εποίησά μοι κολυμβήθρας υδάτων του ποτίσαι επ΄ αυτών δρυμόν βλαστώντα ξύλα
Eccl ABPGRK 2:7  εκτησάμην δούλους και παιδίσκας και οικογενείς εγένοντό μοι και γε κτήσις βουκολίου και ποιμνίου πολλή εγένετό μοι υπέρ πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ
Eccl ABPGRK 2:8  συνήγαγόν μοι και γε αργύριον και γε χρυσίον και περιουσιασμούς βασιλέων και των χωρών εποίησά μοι άδοντας και αδούσας και εντρυφήματα υιών του ανθρώπου οινοχόον και οινοχόας
Eccl ABPGRK 2:9  και εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν παρά πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ και γε σοφία μου εστάθη μοι
Eccl ABPGRK 2:10  και παν ο ήτησαν οι οφθαλμοί μου ουκ υφείλον απ΄ αυτών ουκ απεκώλυσα την καρδίαν μου από πάσης ευφροσύνης ότι καρδία μου ευφράνθη εν παντί μόχθω μου και τούτο εγένετο μερίς μου από παντός μόχθου μου
Eccl ABPGRK 2:11  και επέβλεψα εγώ εν πάσι ποιήμασί μου οις εποίησαν αι χείρές μου και εν μόχθω ω εμόχθησα του ποιείν και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος και ουκ έστι περίσσεια υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 2:12  και επέβλεψα εγώ του ιδείν σοφίαν και περιφοράν και αφροσύνην ότι τις άνθρωπος ος επελεύσεται οπίσω της βουλής συν τα όσα εποίησαν αυτήν
Eccl ABPGRK 2:13  και είδον εγώ ότι έστι περίσσεια τη σοφία υπέρ την αφροσύνην ως περίσσεια του φωτός υπέρ το σκότος
Eccl ABPGRK 2:14  του σοφού οι οφθαλμοί αυτού εν κεφαλή αυτού και ο άφρων εν σκότει πορεύεται και έγνων και γε εγώ ότι συνάντημα εν συναντήσεται τοις πάσιν αυτοίς
Eccl ABPGRK 2:15  και είπον εγώ εν καρδία μου ως συνάντημα του άφρονος και γε εμοί συναντήσεταί μοι και ινατί εσοφισάμην εγώ το περισσόν ελάλησα εν καρδία μου διότι άφρων εκ περισσεύματος λαλεί ότι και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 2:16  ότι ουκ έστι μνήμη του σοφού μετά του άφρονος εις τον αιώνα καθότι ήδη ταις ημέραις ταις ερχομεναίς τα πάντα επελήσθη και πως αποθανείται ο σοφός μετά του άφρονος
Eccl ABPGRK 2:17  και εμίσησα συν την ζωήν ότι πονηρόν επ΄ εμέ το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον ότι πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Eccl ABPGRK 2:18  και εμίσησα εγώ σύμπαντα μόχθον μου ον εγώ εμόχθησα υπό τον ήλιον ότι αφίω αυτόν τω ανθρώπω τω γινομένω μετ΄ εμέ
Eccl ABPGRK 2:19  και τις είδεν ει σοφός έσται η άφρων και ει εξουσιάζεται εν παντί μόχθω μου ω εμόχθησα και ω εσοφισάμην υπό τον ήλιον και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 2:20  και επέστρεψα εγώ του αποτάξασθαι τη καρδία μου επι παντί μόχθω ω εμόχθησα υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 2:21  ότι έστιν άνθρωπος ότι μόχθος αυτού εν σοφία και εν γνώσει και εν ανδρία και άνθρωπος ω ουκ εμόχθησεν εν αυτώ δώσει αυτώ μερίδα αυτού και γε τούτο ματαιότης και πονηρία μεγάλη
Eccl ABPGRK 2:22  γίνεται τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού και εν προαιρέσει καρδίας αυτού ω αυτός μοχθεί υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 2:23  ότι πάσαι αι ημέραι αυτού αλγημάτων και θυμού περισπασμός αυτού και γε εν νυκτί ου κοιμάται η καρδία αυτού και γε τούτο ματαιότης εστίν
Eccl ABPGRK 2:24  ουκ έστιν αγαθόν ανθρώπω ει μη ο φάγεται και ο πίεται και ο δείξει τη ψυχή αυτού αγαθόν εν μόχθω αυτού και γε τούτο είδον εγώ ότι από χειρός του θεού εστιν
Eccl ABPGRK 2:25  ότι τις φάγεται και τις πίεται πάρεξ αυτού
Eccl ABPGRK 2:26  ότι τω ανθρώπω τω αγαθώ προ προσώπου αυτού έδωκε σοφίαν και γνώσιν και ευφροσύνην και τω αμαρτάνοντι έδωκε περισπασμόν του προσθείναι και του συναγαγείν του δούναι τω αγαθώ προ προσώπου του θεού ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Chapter 3
Eccl ABPGRK 3:1  τοις πάσιν ο χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν
Eccl ABPGRK 3:2  καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι το πεφυτευμένον
Eccl ABPGRK 3:3  καιρός του αποκτείναι και καιρός του ιάσασθαι καιρός του καθελείν και καιρός του οικοδομήσαι
Eccl ABPGRK 3:4  καιρός του κλαύσαι και καιρός του γελάσαι καιρός του κόψασθαι και καιρός του ορχήσασθαι
Eccl ABPGRK 3:5  καιρός του βαλείν λίθους και καιρός του συναγαγείν λίθους καιρός του περιλαβείν και καιρός του μακρυνθήναι από περιλήψεως
Eccl ABPGRK 3:6  καιρός του ζητήσαι και καιρός του απολέσαι καιρός του φυλάξαι και καιρός του εκβαλείν
Eccl ABPGRK 3:7  καιρός του ρήξαι και καιρός του ράψαι καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν
Eccl ABPGRK 3:8  καιρός του φιλήσαι και καιρός του μισήσαι καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης
Eccl ABPGRK 3:9  τις περίσσεια του ποιούντος εν οις αυτός μοχθεί
Eccl ABPGRK 3:10  είδον συν τον περισπασμόν ον έδωκεν ο θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ
Eccl ABPGRK 3:11  σύμπαντα α εποίησε καλά εν καιρώ αυτού και γε συν τον αιώνα έδωκεν εν καρδία αυτών όπως μη εύρη ο άνθρωπος το ποίημα ο εποίησεν ο θεός απ΄ αρχής μέχρι τέλους
Eccl ABPGRK 3:12  έγνων ότι ουκ έστιν αγαθόν εν αυτοίς ει μη του ευφρανθήναι και του ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού
Eccl ABPGRK 3:13  και γε πας ο άνθρωπος ος φάγεται και πίεται και ίδη αγαθόν εν παντί μόχθω αυτού δόμα θεού εστιν
Eccl ABPGRK 3:14  έγνων ότι πάντα όσα εποίησεν ο θεός αυτά έσται εις τον αιώνα επ΄ αυτών ουκ έστι προσθείναι και απ΄ αυτών ουκ έστιν αφελείν και ο θεός εποίησεν ίνα φοβηθώσιν από προσώπου αυτού
Eccl ABPGRK 3:15  το γενόμενον ήδη εστί και όσα του γίνεσθαι ήδη γέγονε και ο θεός ζητήσει τον διωκόμενον
Eccl ABPGRK 3:16  και έτι είδον υπό τον ήλιον τόπον της κρίσεως εκεί ο ασεβής και τόπον των δικαίων εκεί ο ευσεβης
Eccl ABPGRK 3:17  είπον εγω εν καρδία μου συν τον δίκαιον και συν τον ασεβή κρινεί ο θεός ότι καιρός τω παντί πράγματι και επί παντί τω ποιήματι εκεί
Eccl ABPGRK 3:18  είπα εγώ εν καρδία μου περί λαλίας των υιών του ανθρώπου ότι διακρινεί αυτούς ο θεός και του δείξαι ότι αυτοί κτήνη εισί
Eccl ABPGRK 3:19  και γε αυτοίς συνάντημα υιών του ανθρώπου και συνάντημα του κτήνους συνάντημα εν αυτοίς ως ο θάνατος τούτου ούτως και ο θάνατος τούτου και πνεύμα εν τοις πάσι και τι επερίσσευσεν ο άνθρωπος παρά το κτήνος ουδέν ότι τα πάντα ματαιότης
Eccl ABPGRK 3:20  τα πάντα πορεύεται εις τόπον ένα τα πάντα εγένετο από του χοός και τα παντα επιστρέφει εις τον χουν
Eccl ABPGRK 3:21  και τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου ει αναβαίνει αυτό άνω και το πνεύμα του κτήνους ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην
Eccl ABPGRK 3:22  και είδον ότι ουκ έστιν αγαθόν ει μη ο ευφρανθήσεται άνθρωπος εν ποιήμασιν αυτού ότι αυτό μερίς αυτού ότι τις άξει αυτόν του ιδείν εν ω αν γένηται μετ΄ αυτόν
Chapter 4
Eccl ABPGRK 4:1  και επέστρεψα εγώ και είδον συμπάσας τας συκοφαντίας τας γενομένας υπό τον ήλιον και ιδού δάκρυον των συκοφαντουμένων και ουκ έστιν αυτοίς ο παρακαλών και από χειρός συκοφαντούντων αυτοίς ισχύς και ουκ έστιν αυτοις παρακαλών
Eccl ABPGRK 4:2  και επήνεσα εγώ σύμπαντας τους τεθνηκότας τους ήδη αποθανόντας υπέρ τους ζώντας όσοι αυτοί ζώσιν έως του νυν
Eccl ABPGRK 4:3  και αγαθός υπέρ τους δύο τούτους όστις ούπω εγένετο ος ουκ είδε σύμπαν το ποίημα το πονηρόν το πεποιημένον υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 4:4  και είδον εγώ σύμπαντα τον μόχθον και σύμπασαν ανδρίαν του ποιήματος ότι αυτό ζήλος ανδρός από του εταίρου αυτού και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Eccl ABPGRK 4:5  ο άφρων περιέλαβεν τας χείρας αυτού και έφαγε τας σάρκας αυτού
Eccl ABPGRK 4:6  αγαθόν πλήρωμα δρακός αναπαύσεως υπέρ πληρώματα δύο δρακών μόχθου και προαιρέσεως πνεύματος
Eccl ABPGRK 4:7  και επέστρεψα εγώ και είδον ματαιότητα υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 4:8  έστιν εις και ουκ έστι δεύτερος και γε υιός και γε αδελφός ουκ έστιν αυτώ και ουκ έστι περασμός τω παντί μόχθω αυτού και γε οφθαλμός αυτού ουκ εμπίμπλαται πλούτου και τίνι εγώ μοχθώ και στερίσκω την ψυχήν μου από αγαθωσύνης και γε τούτο ματαιότης και περισπασμός πονηρός εστιν
Eccl ABPGRK 4:9  αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα οις εστιν αυτοίς μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών
Eccl ABPGRK 4:10  ότι εάν πέσωσιν ο εις εγερεί τον μέτοχον αυτού και ουαί αυτώ τω ενί όταν πέση και μη η δεύτερος του εγείραι αυτόν
Eccl ABPGRK 4:11  και εάν κοιμηθώσιν οι δύο και θέρμη αυτοίς και ο εις πως θερμανθή
Eccl ABPGRK 4:12  και εάν επικραταιωθή ο εις οι δύο στήσονται κατέναντι αυτού και το σπαρτίον το έντριτον ου ταχέως απορραγήσεται
Eccl ABPGRK 4:13  αγαθός παις πένης και σοφός υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα ος ουκ έγνω του προσέχειν έτι
Eccl ABPGRK 4:14  ότι εξ οίκου των δεσμίων εξελεύσεται του βασιλεύσαι ότι και γε εν βασιλεία αυτού εγενήθη πένης
Eccl ABPGRK 4:15  είδον σύμπαντας τους ζώντας τους περιπατούντας υπό τον ήλιον μετά του νεανίσκου του δευτέρου ος στήσεται αντ΄ αυτού
Eccl ABPGRK 4:16  ουκ έστι περασμός τω παντί λαώ τοις πάσιν όσοι εγένοντο έμπροσθεν αυτών και γε οι έσχατοι ουκ ευφρανθήσονται εν αυτώ ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Chapter 5
Eccl ABPGRK 5:1  φύλαξον τον πόδα σου εν ω αν πορεύη εις οίκον του θεού και εγγύς του ακούειν υπέρ δόμα των αφρόνων θυσία σου ότι ουκ εισίν ειδότες του ποιήσαι κακόν
Eccl ABPGRK 5:2  μη σπεύδε επί στόματί σου και καρδία σου μη ταχυνέτω του εξενέγκαι λόγον προ προσώπου του θεού ότι ο θεός εν τω ουρανώ άνω και συ επί της γης επί τούτω έστωσαν οι λόγοι σου ολίγοι
Eccl ABPGRK 5:3  ότι παραγίνεται ενύπνιον εν πλήθει πειρασμού και φωνή άφρονος εν πλήθει λόγων
Eccl ABPGRK 5:4  καθώς αν εύξη ευχήν τω θεώ μη χρονίσης του αποδούναι αυτήν ότι ουκ έστι θέλημα εν άφροσι συ ουν όσα εύξη απόδος
Eccl ABPGRK 5:5  αγαθόν το μη εύξασθαί σε η το εύξασθαί σε και μη αποδούναι
Eccl ABPGRK 5:6  μη δως το στόμα σου του εξαμαρτείν την σάρκα σου και μη είπης προ προσώπου του θεού ότι άγνοια εστιν ίνα μη οργισθή ο θεός επί φωνή σου και διαφθείρη τα ποιήματα χειρών σου
Eccl ABPGRK 5:7  ότι εν πλήθει ενυπνίων και ματαιοτήτων και λόγων πολλών ότι συν τον θεόν φοβού
Eccl ABPGRK 5:8  εάν συκοφαντίαν πένητος και αρπαγήν κρίματος και δικαιοσύνης ίδης εν χώρα μη θαυμάσης επί τω πράγματι ότι υψηλός επάνω υψηλού φυλάξει και υψήλοι επ΄ αυτοίς
Eccl ABPGRK 5:9  και περίσσεια γης επί παντί έστι βασιλεύς του αγρού ειργασμένου
Eccl ABPGRK 5:10  αγαπών αργύριον ου πλησθήσεται αργυρίου και τις ηγάπησεν εν πλήθει αυτών γέννημα και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 5:11  εν πλήθει της αγαθωσύνης επληθύνθησαν οι έσθοντες αυτήν και τις ανδρεία τω παρ΄ αυτής ότι αρχή του οράν οφθαλμοίς αυτού
Eccl ABPGRK 5:12  γλυκύς ύπνος του δούλου ει ολίγον και ει πολύ φάγεται και τω εμπλησθέντι του πλουτήσαι ουκ έστιν αφίων αυτόν του υπνώσαι
Eccl ABPGRK 5:13  έστιν αρρωστία ην είδον υπό τον ήλιον πλούτος φυλασσόμενος τω παρ΄ αυτού εις κακίαν αυτού
Eccl ABPGRK 5:14  και απολείται ο πλούτος εκείνος εν περισπασμώ πονηρώ και εγέννησεν υιόν και ουκ έστιν εν χειρί αυτού ουδέν
Eccl ABPGRK 5:15  καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει και ουδέν λήψεται εν μόχθω αυτού ίνα πορευθή εν χειρί αυτού
Eccl ABPGRK 5:16  και γε τούτο πονηρά αρρωστία ώσπερ γαρ παρεγένετο ούτως και απελεύσεται και τις η περίσσεια αυτού η μοχθεί εις άνεμον
Eccl ABPGRK 5:17  και γε πάσαι αι ημέραι αυτού εν σκότει και εν πένθει και θυμώ πολλώ και αρρωστία και χόλω
Eccl ABPGRK 5:18  ιδού είδον εγώ αγαθόν ο εστι καλόν του φαγείν και του πιείν και του ιδείν αγαθωσύνην εν παντί μόχθω αυτού ω αν μοχθήση υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτού ων έδωκεν αυτώ ο θεός ότι αυτό μερίς αυτού
Eccl ABPGRK 5:19  και γε πας άνθρωπος ω έδωκεν αυτώ ο θεός πλούτον και υπάρχοντα και εξουσίασεν αυτώ του φαγείν απ΄ αυτού και λαβείν το μέρος αυτού και του ευφρανθήναι εν μόχθω αυτού τούτο δόμα θεού εστίν
Eccl ABPGRK 5:20  ότι ου πολλά μνησθήσεται τας ημέρας της ζωής αυτού ότι ο θεός περισπά αυτόν εν ευφροσύνη καρδίας αυτού
Chapter 6
Eccl ABPGRK 6:1  έστι πονηρία ην είδον υπό τον ήλιον και πολλή εστιν παρά τοις άνθρωποις
Eccl ABPGRK 6:2  ανήρ ω δώσει αυτώ ο θεός πλούτον και υπάρχοντα και δόξαν και ουκ έστιν υστερών τη ψυχή αυτού από πάντων ων επιθυμήσει και ουκ εξουσιάσει αυτώ ο θεός του φαγείν απ΄ αυτού ότι ανήρ ξένος φάγεται αυτόν και γε τούτο ματαιότης και αρρωστία πονηρά εστιν
Eccl ABPGRK 6:3  εάν γεννήση ανήρ εκατόν και έτη πολλά ζήσεται και πλήθος ο τι έσονται αι ημέραι ετών αυτού και η ψυχή αυτού ουκ εμπλησθήσεται από αγαθωσύνης και γε ταφή ουκ εγένετο αυτώ είπα αγαθόν υπέρ αυτόν το έκτρωμα
Eccl ABPGRK 6:4  ότι εν ματαιότητι ήλθε και εν σκότει πορεύεται και εν σκότει όνομα αυτού καλυφθήσεται
Eccl ABPGRK 6:5  και γε ήλιον ουκ είδε και ουκ έγνω αναπαύσεις τούτω υπέρ τούτον
Eccl ABPGRK 6:6  και ει έζησε χιλίων ετών καθόδους και αγαθωσυνήν ουκ είδε μη ουκ εις τόπον ένα πορεύσεται τα πάντα
Eccl ABPGRK 6:7  πας μόχθος ανθρώπου εις στόμα αυτού και γε η ψυχή ου πληρωθήσεται
Eccl ABPGRK 6:8  ότι τις περίσσεια τω σοφώ υπέρ τον άφρονα διότι ο πένης οίδε πορευθήναι κατέναντι της ζωής
Eccl ABPGRK 6:9  αγαθόν όραμα οφθαλμών υπέρ πορευόμενον ψυχή και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
Eccl ABPGRK 6:10  ει τι εγένετο ήδη κέκληται όνομα αυτού και εγνώσθη τι εστίν άνθρωπος και ου δυνήσεται κριθήναι μετά του ισχυρού υπέρ αυτόν
Eccl ABPGRK 6:11  ότι εισί λόγοι πολλοί πληθύνοντες ματαιότητα
Eccl ABPGRK 6:12  τι περισσόν τω ανθρώπω ότι τις οίδεν τι αγαθόν τω ανθρώπω εν τη ζωή αριθμόν ζωής ημερών ματαιότητος αυτού και εποίησεν αυτάς εν σκιά ότι τις απαγγελεί τω ανθρώπω τι έσται οπίσω αυτού υπό τον ήλιον
Chapter 7
Eccl ABPGRK 7:1  αγαθόν όνομα υπέρ έλαιον αγαθόν και ημέρα του θανάτου υπέρ ημέραν γενέσεως
Eccl ABPGRK 7:2  αγαθόν πορευθήναι εις οίκον πένθους η ότι πορευθήναι εις οίκον πότου καθότι τούτο τέλος παντός ανθρώπου και ο ζών δώσει αγαθόν εις καρδίαν αυτού
Eccl ABPGRK 7:3  αγαθόν θυμός υπέρ γέλωτα ότι εν κακία προσώπου αγαθυνθήσεται καρδία
Eccl ABPGRK 7:4  καρδία σοφών εν οίκω πένθους και καρδία αφρόνων εν οίκω ευφροσύνης
Eccl ABPGRK 7:5  αγαθόν το ακούσαι επιτίμησιν σοφού υπέρ άνδρα ακούοντα άσμα αφρόνων
Eccl ABPGRK 7:6  ως φωνή των ακανθών υπό τον λέβητα ούτως ο γέλως ο των αφρόνων και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 7:7  ότι η συκοφαντία περιφέρει σοφόν και απολλύει την καρδίαν ευγενείας αυτού
Eccl ABPGRK 7:8  αγαθή εσχάτη λόγων υπέρ αρχήν αυτού αγαθόν μακρόθυμος υπέρ υψηλόν πνεύματι
Eccl ABPGRK 7:9  μη σπεύσης εν πνεύματί σου του θυμούσθαι ότι θυμός εν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται
Eccl ABPGRK 7:10  μη είπης τι εγένετο ότι αι ημέραι αι πρότεραι ήσαν αγαθαί υπέρ ταυτας ότι ουκ εν σοφία επηρώτησας περί τούτου
Eccl ABPGRK 7:11  αγαθή σοφία μετά κληροδοσίας και περίσσεια τοις θεωρούσι τον ήλιον
Eccl ABPGRK 7:12  ότι εν σκιά αυτής η σοφία ως σκιά αργυρίου και περίσσεια γνώσεως της σοφίας ζωοποιήσει τον παρ΄ αυτής
Eccl ABPGRK 7:13  ίδε τα ποιήματα του θεού ότι τις δυνήσεται του κοσμήσαι ον αν ο θεός διαστρέψη αυτόν
Eccl ABPGRK 7:14  εν ημέρα αγαθωσύνης ζήθι εν αγαθώ και ίδε εν ημέρα κακίας ίδε και γε συν τούτο σύμφωνον τούτων ο εποίησεν ο θεός περί λαλιάς ίνα μη εύρη άνθρωπος οπίσω αυτού ουδέν
Eccl ABPGRK 7:15  σύμπαντα είδον εν ημέραις ματαιότητός μου εστί δίκαιος απολλύμενος εν δικαίω αυτού και έστιν ασεβής μένων εν κακία αυτού
Eccl ABPGRK 7:16  μη γίνου δίκαιος πολύ μηδέ σοφίζου περισσά μή ποτε εκπλαγής
Eccl ABPGRK 7:17  μη ασεβήσης πολύ και μη γίνου σκληρός ίνα μη αποθάνης εν ου καιρώ σου
Eccl ABPGRK 7:18  αγαθόν το αντέχεσθαί σε εν τούτω και γε από τούτου μη μιάνης την χείρά σου ότι φοβουμένοις τον θεόν εξελεύσεται τα πάντα
Eccl ABPGRK 7:19  η σοφία βοηθήσει τω σοφώ υπέρ δέκα εξουσιάζοντας τους όντας εν τη πόλει
Eccl ABPGRK 7:20  ότι άνθρωπος ουκ έστι δίκαιος εν τη γη ος ποιήσει αγαθόν και ουχ αμαρτήσεται
Eccl ABPGRK 7:21  και γε εις πάντας λόγους ους λαλήσουσιν μη θης καρδίαν σου όπως μη ακούσης του δούλου σου καταρωμένου σε
Eccl ABPGRK 7:22  ότι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε και καθόδους πολλάς κακώσει καρδίαν σου ότι ως και γε συ κατηράσω ετέρους
Eccl ABPGRK 7:23  πάντα ταύτα επείρασα εν τη σοφία είπα σοφισθήσομαι και αυτή εμακρύνθη απ΄ εμού
Eccl ABPGRK 7:24  μακράν υπέρ ο ην και βαθύ βάθος τις ευρήσει αυτό
Eccl ABPGRK 7:25  εκύκλωσα εγώ και η καρδία μου του γνώναι και του κατασκέψασθαι και του ζητήσαι σοφίαν και ψήφον και του γνώναι ασεβούς αφροσύνην και οχληρίαν και περιφοράν
Eccl ABPGRK 7:26  και ευρίσκω εγώ αυτήν πικροτέρον υπέρ θάνατον συν την γυναίκα ήτις εστί θηρεύματα και σαγήναι καρδία αυτής δεσμός εις χείρας αυτής αγαθός προ προσώπου θεού εξαιρεθήσεται απ΄ αυτής και αμαρτάνων συλληφθήσεται εν αυτή
Eccl ABPGRK 7:27  ίδε τούτο εύρον είπεν ο εκκλησιαστής μία τη μία ευρείν λογισμόν
Eccl ABPGRK 7:28  ον επεζήτησεν η ψυχή μου και ουχ εύρον και άνθρωπον ένα από χιλίων εύρον και γυναίκα εν πάσι τούτοις ουχ εύρον
Eccl ABPGRK 7:29  πλην ίδε τούτο εύρον ο εποίησεν ο θεός συν τον άνθρωπον ευθή και αυτοί εζήτησαν λογισμούς πολλούς τις οίδε σοφούς και τις οίδε λύσιν ρήματος
Chapter 8
Eccl ABPGRK 8:1  σοφία ανθρώπου φωτιεί πρόσωπον αυτού και αναιδής προσώπω αυτού μισηθήσεται
Eccl ABPGRK 8:2  στόμα βασιλέως φύλαξον και περί λόγου όρκου θεού
Eccl ABPGRK 8:3  μη σπουδάσης από προσώπου αυτού πορεύση μη στης εν λόγω πονηρώ ότι ο αν θελήση ποιήσει
Eccl ABPGRK 8:4  καθώς βασιλεύς εξουσιάζων και τις ερεί αυτώ τι ποιείς
Eccl ABPGRK 8:5  ο φυλάσσων εντολήν ου γνώσεται ρήμα πονηρόν και καιρόν κρίσεως γινώσκει καρδία σοφού
Eccl ABPGRK 8:6  ότι παντί πράγματι έστι καιρός και κρίσις ότι γνώσις του ανθρώπου πολλή επ΄ αυτόν
Eccl ABPGRK 8:7  ότι ουκ έστι γινώσκων τι το εσόμενον ότι καθώς έσται τις αναγγελεί αυτώ
Eccl ABPGRK 8:8  ουκ έστιν άνθρωπος εξουσιάζων εν πνεύματι του κωλύσαι συν το πνεύμα και ουκ έστιν εξουσιάζων εν ημέρα θανάτου και ουκ έστιν αποστολή εν ημέρα πολέμου και ου διασώσει ασεβεία τον παρ΄ αυτής
Eccl ABPGRK 8:9  και σύμπαν τούτο είδον και έδωκα την καρδίαν μου εις παν το ποίημα ο πεποίηται υπό τον ήλιον τα όσα εξουσιάσατο άνθρωπος εν ανθρώπω του κακώσαι αυτόν
Eccl ABPGRK 8:10  και τότε είδον ασεβείς εις τάφους εισαχθέντας και εκ του αγίου και επορεύθησαν και επηνέθησαν εν τη πόλει ότι ούτως εποίησαν και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 8:11  ότι ουκ έστι γινομένη αντίρρησις από των ποιούντων το πονηρόν ταχύ διά τούτο επληροφορήθη καρδία υιών του ανθρώπου εν αυτοίς του ποιήσαι το πονηρόν
Eccl ABPGRK 8:12  ος ήμαρτεν εποίησε το πονηρόν από τότε και από μακρότητος αυτών ότι και γε γινώσκω εγώ ότι έστιν αγαθόν τοις φοβουμένοις τον θεόν όπως φοβώνται από προσώπου αυτού
Eccl ABPGRK 8:13  και αγαθόν ουκ έσται τω ασεβεί και ου μακρυνεί ημέρας εν σκιά ος ουκ έστι φοβούμενος από προσώπου του θεού
Eccl ABPGRK 8:14  έστι ματαιότης η πεποίηται επί της γης ότι εισί δίκαιοι ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των ασεβών και εισίν ασεβείς ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των δικαίων είπα ότι και γε τούτο ματαιότης
Eccl ABPGRK 8:15  και επήνεσα εγώ συν την ευφροσύνην ότι ουκ έστιν αγαθόν τω ανθρώπω υπό τον ήλιον ότι ει μη του φαγείν και του πιείν και του ευφρανθήναι και αυτό συμπροσέσται αυτώ εν μόχθω αυτού ημέρας ζωής αυτού ας έδωκεν αυτώ ο θεός υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 8:16  εν οις έδωκα την καρδίαν μου του γνώναι την σοφίαν και του ιδείν τον περισπασμόν τον πεποιημένον επί της γης ότι και εν ημέρα και εν νυκτί ύπνον εν οφθαλμοίς αυτού ουκ έστι βλέπων
Eccl ABPGRK 8:17  και είδον σύμπαντα τα ποιήματα του θεού ότι ου δυνήσεται άνθρωπος του ευρείν συν το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον όσα αν μοχθήση ο άνθρωπος του ζητήσαι και ουχ ευρήσει και γε όσα αν είπη ο σοφός του γνώναι ου δυνήσεται του ευρείν ότι σύμπαν τούτο έδωκα εις καρδίαν μου και καρδία μου σύμπαν είδε τούτο
Chapter 9
Eccl ABPGRK 9:1  ως οι δίκαιοι και οι σοφοί και αι εργασίαι αυτών εν χειρί του θεού και γε αγάπη και γε μίσος ουκ έστιν ειδώς ο άνθρωπος τα πάντα προ προσώπου αυτών
Eccl ABPGRK 9:2  ματαιότης εν τοις πάσιν συνάντημα εν τω δικαίω και εν τω ασεβεί τω αγαθώ και τω κακώ και τω καθαρώ και τω ακαθάρτω και τω θυσιάζοντι και τω μη θυσιάζοντι ως ο αγαθός ως ο αμαρτάνων ως ο ομνύων καθώς ο τον όρκον φοβούμενος
Eccl ABPGRK 9:3  τούτο πονηρόν εν παντί πεποιήμενω υπό τον ήλιον ότι συνάντημα εν τοις πάσι και γε καρδία υιών του ανθρώπου επληρώθη πονηρού και περιφέρεια εν καρδία αυτών εν ζωή αυτών και οπίσω αυτών προς τους νεκρούς
Eccl ABPGRK 9:4  ότι τις ος κοινωνεί προς πάντας τους ζώντας έστιν ελπίς ότι ο κύων ο ζών αυτός αγαθός υπέρ τον λέοντα τον νεκρόν
Eccl ABPGRK 9:5  ότι οι ζώντες γνώσονται ότι αποθανούνται και οι νεκροί ουκ εισί γινώσκοντες ουδέν και ουκ έστιν αυτοίς έτι μισθός ότι επελήσθη η μνήμη αυτών
Eccl ABPGRK 9:6  και γε αγάπη αυτών και γε μίσος αυτών και γε ζήλος αυτών ήδη απώλετο και μερίς ουκ έστιν αυτοίς έτι εις τον αιώνα εν παντί τω πεποιημένω υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 9:7  δεύρο φάγε εν ευφροσύνη τον άρτον σου και πίε εν καρδία αγαθή οίνόν σου ότι ήδη ευδόκησεν ο θεός τα ποιήματά σου
Eccl ABPGRK 9:8  εν παντί καιρώ έστωσαν ιμάτιά σου λευκά και έλαιον επί κεφαλής σου μη υστερησάτω
Eccl ABPGRK 9:9  και ίδε ζωήν μετά γυναικός ης ηγάπησας πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου τας δοθείσας σοι υπό τον ήλιον πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου ότι αυτό μερίς σου εν τη ζωή σου και εν τω μόχθω σου ω συ μοχθείς υπό τον ήλιον
Eccl ABPGRK 9:10  πάντα όσα αν εύρη η χειρ σου του ποιήσαι ως η δύναμίς σου ποίησον ότι ουκ έστι ποίημα και λογισμός και γνώσις και σοφία εν άδη όπου συ πορεύη εκεί
Eccl ABPGRK 9:11  επέστρεψα και είδον υπό τον ήλιον ότι ου τοις κούφοις ο δρόμος και ου τοις δυνατοίς ο πόλεμος και γε ου τοις σοφοίς ο άρτος και γε ου τοις συνετοίς ο πλούτος και γε ου τοις γινώσκουσι χάρις ότι καιρός και απάντημα συναντήσεται σύμπασιν αυτοις
Eccl ABPGRK 9:12  και γε ουκ έγνω ο άνθρωπος τον καιρόν αυτού ως οι ιχθύες οι θηρευόμενοι εν αμφιβλήστρω κακώ και ως όρνεα τα θηρευόμενα εν παγίδι ως αυτά παγιδεύονται οι υιοί του ανθρώπου εις καιρόν πονηρόν όταν επιπέση επ΄ αυτούς άφνω
Eccl ABPGRK 9:13  και γε τούτο είδον σοφίαν υπό τον ήλιον και μεγάλη εστί προς με
Eccl ABPGRK 9:14  πόλις μικρά και άνδρες εν αυτή ολίγοι και έλθη επ΄ αυτήν βασιλεύς μέγας και κυκλώσει αυτήν και οικοδομήσει επ΄ αυτήν χάρακας μεγάλους
Eccl ABPGRK 9:15  και εύρη εν αυτή άνδρα πένητα σοφόν και διασώσει αυτός την πόλιν εν τη σοφία αυτού και άνθρωπος ουκ εμνήσθη συν του ανδρός του πένητος εκείνου
Eccl ABPGRK 9:16  και είπα εγώ αγαθή σοφία υπέρ δύναμιν και σοφία του πένητος εξουδενωμένη και λόγοι αυτού ουκ εισίν ακουόμενοι
Eccl ABPGRK 9:17  λόγοι σοφών εν αναπαύσει ακούονται υπέρ κραυγήν εξουσιαζόντων εν αφροσύναις
Eccl ABPGRK 9:18  αγαθή σοφία υπέρ σκεύη πολέμου και αμαρτάνων εις απολέσει αγαθωσύνην πολλήν
Chapter 10
Eccl ABPGRK 10:1  μύιαι θανατούσαι σαπριούσι σκευασίαν ελαίου ηδύσματος τίμιον ολίγον σοφίας υπέρ δόξαν αφροσύνης μεγάλης
Eccl ABPGRK 10:2  καρδία σοφού εις δεξιόν αυτού και καρδία άφρονος εις αριστερόν αυτού
Eccl ABPGRK 10:3  και γε εν οδώ όταν άφρων πορεύηται καρδία αυτού υστερήσει και α λογιείται πάντα αφροσύνη εστίν
Eccl ABPGRK 10:4  εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε τόπον σου μη αφής ότι ίαμα καταπαύσει αμαρτίας μεγάλας
Eccl ABPGRK 10:5  έστι πονηρία ην είδον υπό τον ήλιον ως ακούσιον εξήλθεν από προσώπου εξουσιάζοντος
Eccl ABPGRK 10:6  εδόθη ο άφρων εν ύψεσι μεγάλοις και πλούσιοι εν ταπεινώ καθήσονται
Eccl ABPGRK 10:7  είδον δούλους εφ΄ ίππους και άρχοντας πορευομένους ως δούλους επί της γης
Eccl ABPGRK 10:8  ο ορύσσων βόθρον εις αυτόν εμπεσείται και καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις
Eccl ABPGRK 10:9  εξαιρών λίθους διαπονηθήσεται εν αυτοίς σχίζων ξύλα κινδυνεύσει εν αυτοίς
Eccl ABPGRK 10:10  εάν εκπέση το σιδήριον και αυτός πρόσωπον ετάραξε και δυνάμεις δυναμώσει και περίσσεια τω ανδρί ου σοφία
Eccl ABPGRK 10:11  εάν δάκη ο όφις εν ου ψιθυρισμώ και ουκ έστι περίσσεια τω επάδοντι
Eccl ABPGRK 10:12  λόγοι στόματος σοφού χάρις και χείλη άφρονος καταποντιούσιν αυτόν
Eccl ABPGRK 10:13  αρχή λόγων στόματος αυτού αφροσύνη και εσχάτη στόματος αυτού περιφέρεια πονηρά
Eccl ABPGRK 10:14  και ο άφρων πληθυνεί λόγους ουκ έγνω ο άνθρωπος τι το γενόμενον και τι το εσόμενον οτι οπίσω αυτού τις αναγγελεί αυτώ
Eccl ABPGRK 10:15  μόχθος των αφρόνων κοπώσει αυτούς ος ουκ έγνω του πορευθήναι εις πόλιν
Eccl ABPGRK 10:16  ουαί σοι πόλις ης ο βασιλεύς σου νεώτερος και οι άρχοντές σου εν πρωϊα εσθίουσι
Eccl ABPGRK 10:17  μακαρία συ γη ης ο βασιλεύς σου υιός ελευθέρων και οι άρχοντές σου προς καιρόν φάγονται εν δυνάμει και ουκ αισχυνθήσονται
Eccl ABPGRK 10:18  εν οκνηρίαις ταπεινωθήσεται η δοκώσις και εν αργία χειρών στάξει η οικία
Eccl ABPGRK 10:19  εις γέλωτα ποιούσιν άρτον και οίνον και έλαιον του ευφρανθήναι ζώντας και του αργυρίου επακούσεται τα πάντα
Eccl ABPGRK 10:20  και γε εν συνειδήσει σου βασιλέα μη καταράση και εν ταμιείοις κοιτώνων σου μη καταράση πλούσιον ότι πετεινόν του ουρανού αποίσει την φωνήν σου και ο έχων τας πτέρυγας απαγγελεί λόγον σου
Chapter 11
Eccl ABPGRK 11:1  απόστειλον τον άρτον σου επί πρόσωπον του ύδατος ότι εν πλήθει των ημερών ευρήσεις αυτόν
Eccl ABPGRK 11:2  δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ ότι ου γινώσκεις τι έσται πονηρόν επί την γην
Eccl ABPGRK 11:3  εάν πληρωθώσι τα νέφη υετού επί την γην εκχεούσι και εάν πέση ξύλον εν τω νότω και εάν εν τω βορρά τόπω ου πεσείται το ξύλον εκεί έσται
Eccl ABPGRK 11:4  τηρών άνεμον ου σπειρεί και βλέπων εν ταις νεφέλαις ου θερίσει
Eccl ABPGRK 11:5  εν οις ουκ έστι γινώσκων τις η οδός του πνεύματος ως οστά εν γαστρί της κυοφορούσης ούτως ου γνώση τα ποιήματα του θεού όσα ποιήσει τα σύμπαντα
Eccl ABPGRK 11:6  εν πρωία σπείρον το σπέρμα σου και εν εσπέρα μη αφιέτω η χειρ σου ότι ου γινώσκεις ποίον στοιχήσει η τούτο η τούτο και εάν τα δύο επιτοαυτό αγαθά
Eccl ABPGRK 11:7  και γλυκύ το φως και αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν συν τον ήλιον
Eccl ABPGRK 11:8  ότι και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος εν πάσιν αυτοίς ευφρανθήσεται και μνησθήσεται τας ημέρας του σκότους ότι πολλαί έσονται παν το ερχόμενον ματαιότης
Eccl ABPGRK 11:9  ευφραίνου νεανίσκε εν νεότητι σου και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος και εν οράσει οφθαλμών σου και γνώθι ότι επί πάσι τούτοις άξει σε ο θεός εις κρίσει
Eccl ABPGRK 11:10  και απόστησον θυμόν από καρδίας σου και παράγαγε πονηρίαν από σαρκός σου ότι η νεότης και η άνοια ματαιότης
Chapter 12
Eccl ABPGRK 12:1  και μνήσθητι του κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητός σου έως οτου μη έλθωσιν αι ημέραι της κακίας και φθάσωσιν έτη εν οις ερείς ουκ έστι μοι εν αυτοίς θέλημα
Eccl ABPGRK 12:2  έως ου μη σκοτισθή ο ήλιος και το φως και η σελήνη και οι αστέρες και επιστρέψουσι τα νέφη οπίσω του υετού
Eccl ABPGRK 12:3  εν ημέρα η αν σαλευθώσι φύλακες της οικίας και διαστραφώσιν άνδρες της δυνάμεως και ήργησαν αι αλήθουσαι ότι ωλιγώθησαν και σκοτάσουσιν αι βλέπουσαι εν ταις οπαίς
Eccl ABPGRK 12:4  και κλείσουσι θύρας εν αγορά εν ασθενεία φωνής της αληθούσης και αναστήσεται εις φωνήν του στρουθίου και ταπεινωθήσονται πάσαι αι θυγατέρες του άσματος
Eccl ABPGRK 12:5  και γε από ύψος όψονται και θάμβοι εν τη οδώ και ανθήσει το αμύγδαλον και παχυνθή η ακρίς και διασκεδασθή η κάππαρις ότι επορεύθη ο άνθρωπος εις οίκον αιώνος αυτού και εκύκλωσαν εν αγορά οι κοπτόμενοι
Eccl ABPGRK 12:6  έως ότου μη ανατραπή το σχοινίον του αργυρίου και συντριβη το ανθέμιον του χρυσίου και συντριβή η υδρια επί την πηγήν και συντροχασή ο τροχός επί τον λάκκον
Eccl ABPGRK 12:7  και επιστρέψη ο χους επί την γην ως ην και το πνεύμα επιστρέψη προς τον θεόν ος έδωκεν αυτό
Eccl ABPGRK 12:8  ματαιότης ματαιοτήτων είπεν ο εκκλησιαστής τα πάντα ματαιότης
Eccl ABPGRK 12:9  και περισσόν ότι εγένετο εκκλησιαστής σοφός και εδίδαξε γνώσιν συν τον άνθρωπον και ους εξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών
Eccl ABPGRK 12:10  πολλά εζήτησεν εκκλησιαστής του ευρείν λόγους θελήματος και γεγραμμένον ευθύτητος λόγους αληθείας
Eccl ABPGRK 12:11  λόγοι σοφων ως τα βούκεντρα και ως ήλοι πεφυτευμένοι οι παρά των συνθεμάτων εδόθησαν εκ ποιμένος ενός
Eccl ABPGRK 12:12  και περισσόν εξ αυτών υιέ μου φυλάσσου του ποιήσαι βιβλία πολλά ουκ έστι περασμός και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός
Eccl ABPGRK 12:13  τέλος λόγου το παν άκουε τον θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε ότι τούτο πας άνθρωπος
Eccl ABPGRK 12:14  ότι σύμπαν το ποίημα ο θεός άξει εν κρίσει εν παντί παρεωραμένω εάν αγαθόν και εάν πονηρόν