Chapter 1
Matt | GreVamva | 1:2 | Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, | |
Matt | GreVamva | 1:3 | Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, | |
Matt | GreVamva | 1:4 | Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών, | |
Matt | GreVamva | 1:5 | Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, | |
Matt | GreVamva | 1:6 | Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαβίδ τον βασιλέα. Δαβίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της γυναικός του Ουρίου, | |
Matt | GreVamva | 1:7 | Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, | |
Matt | GreVamva | 1:8 | Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν, | |
Matt | GreVamva | 1:9 | Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, | |
Matt | GreVamva | 1:10 | Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, | |
Matt | GreVamva | 1:11 | Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. | |
Matt | GreVamva | 1:12 | Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, | |
Matt | GreVamva | 1:13 | Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, | |
Matt | GreVamva | 1:14 | Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, | |
Matt | GreVamva | 1:15 | Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, | |
Matt | GreVamva | 1:16 | Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα της Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός. | |
Matt | GreVamva | 1:17 | Πάσαι λοιπόν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαβίδ είναι γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαβίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες. | |
Matt | GreVamva | 1:18 | Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ήτο. Αφού ηρραβωνίσθη η μήτηρ αυτού Μαρία μετά του Ιωσήφ, πριν συνέλθωσιν, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. | |
Matt | GreVamva | 1:19 | Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων να θεατρίση αυτήν, ηθέλησε να απολύση αυτήν κρυφίως. | |
Matt | GreVamva | 1:20 | Ενώ δε αυτός διελογίσθη ταύτα, ιδού, άγγελος Κυρίου εφάνη κατ' όναρ εις αυτόν, λέγων· Ιωσήφ, υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθής να παραλάβης Μαριάμ την γυναίκα σου· διότι το εν αυτή γεννηθέν είναι εκ Πνεύματος Αγίου. | |
Matt | GreVamva | 1:21 | Θέλει δε γεννήσει υιόν και θέλεις καλέσει το όνομα αυτού Ιησούν· διότι αυτός θέλει σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. | |
Matt | GreVamva | 1:22 | Τούτο δε όλον έγεινε διά να πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου, λέγοντος· | |
Matt | GreVamva | 1:23 | Ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει και θέλει γεννήσει υιόν, και θέλουσι καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ, το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι, Μεθ' ημών ο Θεός. | |
Matt | GreVamva | 1:24 | Εξεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου έκαμεν ως προσέταξεν αυτόν ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, | |
Chapter 2
Matt | GreVamva | 2:1 | Αφού δε εγεννήθη ο Ιησούς εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας επί των ημερών Ηρώδου του βασιλέως, ιδού, μάγοι από ανατολών ήλθον εις Ιεροσόλυμα, λέγοντες· | |
Matt | GreVamva | 2:2 | Που είναι ο γεννηθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; διότι είδομεν τον αστέρα αυτού εν τη ανατολή και ήλθομεν διά να προσκυνήσωμεν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 2:4 | και συνάξας πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού, ηρώτα να μάθη παρ' αυτών που ο Χριστός γεννάται. | |
Matt | GreVamva | 2:5 | Εκείνοι δε είπον προς αυτόν· Εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας· διότι ούτως είναι γεγραμμένον διά του προφήτου· | |
Matt | GreVamva | 2:6 | Και συ, Βηθλεέμ, γη Ιούδα, δεν είσαι ουδόλως ελαχίστη μεταξύ των ηγεμόνων του Ιούδα· διότι εκ σου θέλει εξέλθει ηγούμενος, όστις θέλει ποιμάνει τον λαόν μου τον Ισραήλ. | |
Matt | GreVamva | 2:7 | Τότε ο Ηρώδης καλέσας κρυφίως τους μάγους εξηκρίβωσε παρ' αυτών τον καιρόν του φαινομένου αστέρος, | |
Matt | GreVamva | 2:8 | και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ, είπε· Πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου, αφού δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, διά να έλθω και εγώ να προσκυνήσω αυτό. | |
Matt | GreVamva | 2:9 | Εκείνοι δε ακούσαντες του βασιλέως ανεχώρησαν· και ιδού, ο αστήρ τον οποίον είδον εν τη ανατολή προεπορεύετο αυτών, εωσού ελθών εστάθη επάνω όπου ήτο το παιδίον. | |
Matt | GreVamva | 2:11 | και ελθόντες εις την οικίαν εύρον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτό, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσέφεραν εις αυτό δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν· | |
Matt | GreVamva | 2:12 | και αποκαλυφθέντες θεόθεν κατ' όναρ να μη επιστρέψωσι προς τον Ηρώδην, δι' άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. | |
Matt | GreVamva | 2:13 | Αφού δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού, άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' όναρ εις τον Ιωσήφ, λέγων· Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και έσο εκεί εωσού είπω σοι· διότι μέλλει ο Ηρώδης να ζητήση το παιδίον, διά να απολέση αυτό. | |
Matt | GreVamva | 2:14 | Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού διά νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, | |
Matt | GreVamva | 2:15 | και ήτο εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου, διά να πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος· Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. | |
Matt | GreVamva | 2:16 | Τότε ο Ηρώδης, ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη σφόδρα και αποστείλας εφόνευσε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από δύο ετών και κατωτέρω κατά τον καιρόν, τον οποίον εξηκρίβωσε παρά των μάγων. | |
Matt | GreVamva | 2:18 | Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· η Ραχήλ έκλαιε τα τέκνα αυτής, και δεν ήθελε να παρηγορηθή, διότι δεν υπάρχουσι. | |
Matt | GreVamva | 2:19 | Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού, άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' όναρ εις τον Ιωσήφ εν Αιγύπτω, | |
Matt | GreVamva | 2:20 | λέγων· Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ύπαγε εις γην Ισραήλ· διότι απέθανον οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. | |
Matt | GreVamva | 2:22 | Ακούσας δε ότι ο Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη να υπάγη εκεί· αποκαλυφθείς δε θεόθεν κατ' όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, | |
Chapter 3
Matt | GreVamva | 3:1 | Εν εκείναις δε ταις ημέραις έρχεται Ιωάννης ο βαπτιστής, κηρύττων εν τη ερήμω της Ιουδαίας | |
Matt | GreVamva | 3:3 | Διότι ούτος είναι ο ρηθείς υπό Ησαΐου του προφήτου, λέγοντος· Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, ευθείας κάμετε τας τρίβους αυτού. | |
Matt | GreVamva | 3:4 | Αυτός δε ο Ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ήτο ακρίδες και μέλι άγριον. | |
Matt | GreVamva | 3:5 | Τότε εξήρχετο προς αυτόν η Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάντα τα περίχωρα του Ιορδάνου, | |
Matt | GreVamva | 3:7 | Ιδών δε πολλούς εκ των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους εις το βάπτισμα αυτού, είπε προς αυτούς· Γεννήματα εχιδνών, τις έδειξεν εις εσάς να φύγητε από της μελλούσης οργής; | |
Matt | GreVamva | 3:9 | και μη φαντασθήτε να λέγητε καθ' εαυτούς, Πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· διότι σας λέγω ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων να αναστήση τέκνα εις τον Αβραάμ. | |
Matt | GreVamva | 3:10 | Ήδη δε και η αξίνη κείται προς την ρίζαν των δένδρων· παν λοιπόν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. | |
Matt | GreVamva | 3:11 | Εγώ μεν σας βαπτίζω εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος είναι ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος να βαστάσω τα υποδήματα· αυτός θέλει σας βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί. | |
Matt | GreVamva | 3:12 | Όστις κρατεί το πτυάριον εν τη χειρί αυτού και θέλει διακαθαρίσει το αλώνιον αυτού και θέλει συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον θέλει κατακαύσει εν πυρί ασβέστω. | |
Matt | GreVamva | 3:13 | Τότε έρχεται ο Ιησούς από της Γαλιλαίας εις τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην διά να βαπτισθή υπ' αυτού. | |
Matt | GreVamva | 3:14 | Ο δε Ιωάννης εκώλυεν αυτόν, λέγων, Εγώ χρείαν έχω να βαπτισθώ υπό σου, και συ έρχεσαι προς εμέ; | |
Matt | GreVamva | 3:15 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Άφες τώρα· διότι ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην. Τότε αφίνει αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 3:16 | Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος· και ιδού, ηνοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν και ερχόμενον επ' αυτόν· | |
Chapter 4
Matt | GreVamva | 4:1 | Τότε ο Ιησούς εφέρθη υπό του Πνεύματος εις την έρημον διά να πειρασθή υπό του διαβόλου, | |
Matt | GreVamva | 4:3 | Και ελθών προς αυτόν ο πειράζων είπεν· Εάν ήσαι Υιός του Θεού, ειπέ να γείνωσιν άρτοι οι λίθοι ούτοι. | |
Matt | GreVamva | 4:4 | Ο δε αποκριθείς είπεν· Είναι γεγραμμένον, Με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον διά στόματος Θεού. | |
Matt | GreVamva | 4:5 | Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν και στήνει αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού | |
Matt | GreVamva | 4:6 | και λέγει προς αυτόν, Εάν ήσαι Υιός του Θεού, ρίψον σεαυτόν κάτω· διότι είναι γεγραμμένον, Ότι θέλει προστάξει εις τους αγγέλους αυτού περί σου, και θέλουσι σε σηκώνει επί των χειρών αυτών, διά να μη προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. | |
Matt | GreVamva | 4:7 | Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Πάλιν είναι γεγραμμένον, δεν θέλεις πειράσει Κύριον τον Θεόν σου. | |
Matt | GreVamva | 4:8 | Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος πολύ υψηλόν, και δεικνύει εις αυτόν πάντα τα βασίλεια του κόσμου και την δόξαν αυτών, | |
Matt | GreVamva | 4:10 | Τότε ο Ιησούς λέγει προς αυτόν· Ύπαγε, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, Κύριον τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει. | |
Matt | GreVamva | 4:13 | Και αφήσας την Ναζαρέτ ήλθε και κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν τοις ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. | |
Matt | GreVamva | 4:15 | Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, κατά την οδόν της θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών. | |
Matt | GreVamva | 4:16 | Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και εις τους καθημένους εν τόπω και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν εις αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 4:17 | Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη και να λέγη· Μετανοείτε διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 4:18 | Περιπατών δε ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, ρίπτοντας δίκτυον εις την θάλασσαν· διότι ήσαν αλιείς· | |
Matt | GreVamva | 4:21 | Και προχωρήσας εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών επισκευάζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 4:23 | Και περιήρχετο ο Ιησούς όλην την Γαλιλαίαν, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύττων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν μεταξύ του λαού. | |
Matt | GreVamva | 4:24 | Και διήλθεν η φήμη αυτού εις όλην την Συρίαν, και έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας υπό διαφόρων νοσημάτων και βασάνων συνεχομένους και δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς· | |
Chapter 5
Matt | GreVamva | 5:1 | Ιδών δε τους όχλους, ανέβη εις το όρος και αφού εκάθησε, προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί αυτού, | |
Matt | GreVamva | 5:10 | Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 5:11 | Μακάριοι είσθε, όταν σας ονειδίσωσι και διώξωσι και είπωσιν εναντίον σας πάντα κακόν λόγον ψευδόμενοι ένεκεν εμού. | |
Matt | GreVamva | 5:12 | Χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι ο μισθός σας είναι πολύς εν τοις ουρανοίς· επειδή ούτως εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών. | |
Matt | GreVamva | 5:13 | Σεις είσθε το άλας της γής· εάν δε το άλας διαφθαρή, με τι θέλει αλατισθή; εις ουδέν πλέον χρησιμεύει ειμή να ριφθή έξω και να καταπατήται υπό των ανθρώπων. | |
Matt | GreVamva | 5:15 | ουδέ ανάπτουσι λύχνον και θέτουσιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ' επί τον λυχνοστάτην, και φέγγει εις πάντας τους εν τη οικία. | |
Matt | GreVamva | 5:16 | Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 5:17 | Μη νομίσητε ότι ήλθον να καταλύσω τον νόμον ή τους προφήτας· δεν ήλθον να καταλύσω, αλλά να εκπληρώσω. | |
Matt | GreVamva | 5:18 | Διότι αληθώς σας λέγω, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία δεν θέλει παρέλθει από του νόμου, εωσού εκπληρωθώσι πάντα. | |
Matt | GreVamva | 5:19 | Όστις λοιπόν αθετήση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος θέλει ονομασθή εν τη βασιλεία των ουρανών· όστις δε εκτελέση και διδάξη, ούτος μέγας θέλει ονομασθή εν τη βασιλεία των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 5:20 | Επειδή σας λέγω ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη σας πλειότερον της των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θέλετε εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 5:21 | Ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους, Μη φονεύσης· όστις δε φονεύση, θέλει είσθαι ένοχος εις την κρίσιν. | |
Matt | GreVamva | 5:22 | Εγώ όμως σας λέγω ότι πας ο οργιζόμενος αναιτίως κατά του αδελφού αυτού θέλει είσθαι ένοχος εις την κρίσιν· και όστις είπη προς τον αδελφόν αυτού Ρακά, θέλει είσθαι ένοχος εις το συνέδριον· όστις δε είπη Μωρέ, θέλει είσθαι ένοχος εις την γέενναν του πυρός. | |
Matt | GreVamva | 5:23 | Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, | |
Matt | GreVamva | 5:24 | άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον φιλιώθητι με τον αδελφόν σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου. | |
Matt | GreVamva | 5:25 | Ειρήνευσον με τον αντίδικόν σου ταχέως, ενόσω είσαι καθ' οδόν μετ' αυτού, μήποτε σε παραδώση ο αντίδικος εις τον κριτήν και ο κριτής σε παραδώση εις τον υπηρέτην, και ριφθής εις φυλακήν· | |
Matt | GreVamva | 5:28 | Εγώ όμως σας λέγω ότι πας ο βλέπων γυναίκα διά να επιθυμήση αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. | |
Matt | GreVamva | 5:29 | Εάν ο οφθαλμός σου ο δεξιός σε σκανδαλίζη, έκβαλε αυτόν και ρίψον από σού· διότι σε συμφέρει να χαθή εν των μελών σου και να μη ριφθή όλον το σώμα σου εις την γέενναν. | |
Matt | GreVamva | 5:30 | Και εάν η δεξιά σου χειρ σε σκανδαλίζη, έκκοψον αυτήν και ρίψον από σού· διότι σε συμφέρει να χαθή εν των μελών σου, και να μη ριφθή όλον το σώμα σου εις την γέενναν. | |
Matt | GreVamva | 5:31 | Ερρέθη προς τούτοις ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, ας δώση εις αυτήν διαζύγιον. | |
Matt | GreVamva | 5:32 | Εγώ όμως σας λέγω ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, κάμνει αυτήν να μοιχεύηται, και όστις λάβη γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός. | |
Matt | GreVamva | 5:33 | Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους, Μη επιορκήσης, αλλά εκπλήρωσον εις τον Κύριον τους όρκους σου. | |
Matt | GreVamva | 5:34 | Εγώ όμως σας λέγω να μη ομόσητε μηδόλως· μήτε εις τον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του Θεού· | |
Matt | GreVamva | 5:35 | μήτε εις την γην, διότι είναι υποπόδιον των ποδών αυτού· μήτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως· | |
Matt | GreVamva | 5:36 | μήτε εις την κεφαλήν σου να ομόσης, διότι δεν δύνασαι μίαν τρίχα να κάμης λευκήν ή μέλαιναν. | |
Matt | GreVamva | 5:37 | Αλλ' ας ήναι ο λόγος σας Ναι ναι, Ου, ού· το δε πλειότερον τούτων είναι εκ του πονηρού. | |
Matt | GreVamva | 5:39 | Εγώ όμως σας λέγω να μη αντισταθήτε προς τον πονηρόν· αλλ' όστις σε ραπίση εις την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον εις αυτόν και την άλλην· | |
Matt | GreVamva | 5:40 | και εις τον θέλοντα να κριθή μετά σου και να λάβη τον χιτώνα σου, άφες εις αυτόν και το ιμάτιον· | |
Matt | GreVamva | 5:42 | Εις τον ζητούντα παρά σου δίδε και τον θέλοντα να δανεισθή από σου μη αποστραφής. | |
Matt | GreVamva | 5:44 | Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους, οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι, | |
Matt | GreVamva | 5:45 | διά να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. | |
Matt | GreVamva | 5:46 | Διότι εάν αγαπήσητε τους αγαπώντάς σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό; | |
Matt | GreVamva | 5:47 | και εάν ασπασθήτε τους αδελφούς σας μόνον, τι περισσότερον κάμνετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσιν ούτως; | |
Chapter 6
Matt | GreVamva | 6:1 | Προσέχετε να μη κάμνητε την ελεημοσύνην σας έμπροσθεν των ανθρώπων διά να βλέπησθε υπ' αυτών· ει δε μη, δεν έχετε μισθόν πλησίον του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 6:2 | Όταν λοιπόν κάμνης ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, καθώς κάμνουσιν οι υποκριταί εν ταις συναγωγαίς και εν ταις οδοίς, διά να δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων· αληθώς σας λέγω, έχουσιν ήδη τον μισθόν αυτών. | |
Matt | GreVamva | 6:3 | Όταν δε συ κάμνης ελεημοσύνην, ας μη γνωρίση η αριστερά σου τι κάμνει η δεξιά σου, | |
Matt | GreVamva | 6:4 | διά να ήναι η ελεημοσύνη σου εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αυτός θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ. | |
Matt | GreVamva | 6:5 | Και όταν προσεύχησαι, μη έσο ως οι υποκριταί, διότι αγαπώσι να προσεύχωνται ιστάμενοι εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών, διά να φανώσιν εις τους ανθρώπους· αληθώς σας λέγω ότι έχουσιν ήδη τον μισθόν αυτών. | |
Matt | GreVamva | 6:6 | Συ όμως, όταν προσεύχησαι, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου προσευχήθητι εις τον Πατέρα σου τον εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ. | |
Matt | GreVamva | 6:7 | Όταν δε προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε ως οι εθνικοί· διότι νομίζουσιν ότι με την πολυλογίαν αυτών θέλουσιν εισακουσθή. | |
Matt | GreVamva | 6:8 | Μη ομοιωθήτε λοιπόν με αυτούς· διότι εξεύρει ο Πατήρ σας τίνων έχετε χρείαν, πριν σεις ζητήσητε παρ' αυτού. | |
Matt | GreVamva | 6:9 | Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου· | |
Matt | GreVamva | 6:12 | και συγχώρησον εις ημάς τας αμαρτίας ημών, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εις τους αμαρτάνοντας εις ημάς· | |
Matt | GreVamva | 6:13 | και μη φέρης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού. Διότι σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν. | |
Matt | GreVamva | 6:14 | Διότι εάν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, θέλει συγχωρήσει και εις εσάς ο Πατήρ σας ο ουράνιος· | |
Matt | GreVamva | 6:15 | εάν όμως δεν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ σας θέλει συγχωρήσει τα πταίσματά σας. | |
Matt | GreVamva | 6:16 | Και όταν νηστεύητε, μη γίνεσθε ως οι υποκριταί σκυθρωποί· διότι αφανίζουσι τα πρόσωπα αυτών, διά να φανώσιν εις τους ανθρώπους ότι νηστεύουσιν· αληθώς σας λέγω, ότι έχουσιν ήδη τον μισθόν αυτών. | |
Matt | GreVamva | 6:18 | διά να μη φανής εις τους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλ' εις τον Πατέρα σου τον εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ. | |
Matt | GreVamva | 6:19 | Μη θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης, όπου σκώληξ και σκωρία αφανίζει και όπου κλέπται διατρυπούσι και κλέπτουσιν. | |
Matt | GreVamva | 6:20 | Αλλά θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σκώληξ ούτε σκωρία αφανίζει και όπου κλέπται δεν διατρυπούσιν ουδέ κλέπτουσιν· | |
Matt | GreVamva | 6:22 | Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός· εάν λοιπόν ο οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον το σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν· | |
Matt | GreVamva | 6:23 | εάν όμως ο οφθαλμός σου ήναι πονηρός, όλον το σώμα σου θέλει είσθαι σκοτεινόν. Εάν λοιπόν το φως το εν σοι ήναι σκότος, το σκότος πόσον; | |
Matt | GreVamva | 6:24 | Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη· διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει, ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμμωνά. | |
Matt | GreVamva | 6:25 | Διά τούτο σας λέγω, μη μεριμνάτε περί της ζωής σας τι να φάγητε και τι να πίητε, μηδέ περί του σώματός σας τι να ενδυθήτε· δεν είναι η ζωή τιμιώτερον της τροφής και το σώμα του ενδύματος; | |
Matt | GreVamva | 6:26 | Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι δεν σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τρέφει αυτά· σεις δεν είσθε πολύ ανώτεροι αυτών; | |
Matt | GreVamva | 6:28 | Και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Παρατηρήσατε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνουσι· δεν κοπιάζουσιν ουδέ κλώθουσι. | |
Matt | GreVamva | 6:30 | Αλλ' εάν τον χόρτον του αγρού, όστις σήμερον υπάρχει και αύριον ρίπτεται εις κλίβανον, ο Θεός ενδύη ούτω, δεν θέλει ενδύσει πολλώ μάλλον εσάς, ολιγόπιστοι; | |
Matt | GreVamva | 6:32 | Διότι πάντα ταύτα ζητούσιν οι εθνικοί· επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων. | |
Matt | GreVamva | 6:33 | Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή. | |
Chapter 7
Matt | GreVamva | 7:2 | διότι με οποίαν κρίσιν κρίνετε θέλετε κριθή, και με οποίον μέτρον μετρείτε θέλει αντιμετρηθή εις εσάς. | |
Matt | GreVamva | 7:3 | Και διά τι βλέπεις το ξυλάριον το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω οφθαλμώ σου δεν παρατηρείς; | |
Matt | GreVamva | 7:4 | Η πως θέλεις ειπεί προς τον αδελφόν σου, Άφες να εκβάλω το ξυλάριον από του οφθαλμού σου, ενώ η δοκός είναι εν τω οφθαλμώ σου; | |
Matt | GreVamva | 7:5 | Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε θέλεις ιδεί καθαρώς διά να εκβάλης το ξυλάριον εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. | |
Matt | GreVamva | 7:6 | Μη δώσητε το άγιον εις τους κύνας μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας σας έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς με τους πόδας αυτών και στραφέντες σας διασχίσωσιν. | |
Matt | GreVamva | 7:7 | Αιτείτε, και θέλει σας δοθή· ζητείτε, και θέλετε ευρεί, κρούετε, και θέλει σας ανοιχθή. | |
Matt | GreVamva | 7:8 | Διότι πας ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και εις τον κρούοντα θέλει ανοιχθή. | |
Matt | GreVamva | 7:9 | Η τις άνθρωπος είναι από σας, όστις εάν ο υιός αυτού ζητήση άρτον, μήπως θέλει δώσει εις αυτόν λίθον; | |
Matt | GreVamva | 7:11 | εάν λοιπόν σεις, πονηροί όντες, εξεύρητε να δίδητε καλάς δόσεις εις τα τέκνα σας, πόσω μάλλον ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς θέλει δώσει αγαθά εις τους ζητούντας παρ' αυτού; | |
Matt | GreVamva | 7:12 | Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς· διότι ούτος είναι ο νόμος και οι προφήται. | |
Matt | GreVamva | 7:13 | Εισέλθετε διά της στενής πύλης· διότι πλατεία είναι η πύλη και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν, και πολλοί είναι οι εισερχόμενοι δι' αυτής. | |
Matt | GreVamva | 7:14 | Επειδή στενή είναι η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την ζωήν, και ολίγοι είναι οι ευρίσκοντες αυτήν. | |
Matt | GreVamva | 7:15 | Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες. | |
Matt | GreVamva | 7:16 | Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς. Μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια ή από τριβόλων σύκα; | |
Matt | GreVamva | 7:17 | ούτω παν δένδρον καλόν κάμνει καλούς καρπούς, το δε σαπρόν δένδρον κάμνει κακούς καρπούς. | |
Matt | GreVamva | 7:18 | Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς. | |
Matt | GreVamva | 7:21 | Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ' ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 7:22 | Πολλοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε, Κύριε, δεν προεφητεύσαμεν εν τω ονόματί σου, και εν τω ονόματί σου εξεβάλομεν δαιμόνια, και εν τω ονόματί σου εκάμομεν θαύματα πολλά; | |
Matt | GreVamva | 7:23 | Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα· φεύγετε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν. | |
Matt | GreVamva | 7:24 | Πας λοιπόν όστις ακούει τους λόγους μου τούτους και κάμνει αυτούς, θέλω ομοιώσει αυτόν με άνδρα φρόνιμον, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν· | |
Matt | GreVamva | 7:25 | και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην, και δεν έπεσε· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί την πέτραν. | |
Matt | GreVamva | 7:26 | Και πας ο ακούων τους λόγους μου τούτους και μη κάμνων αυτούς θέλει ομοιωθή με άνδρα μωρόν, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον· | |
Matt | GreVamva | 7:27 | και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην, και έπεσε, και ήτο η πτώσις αυτής μεγάλη. | |
Matt | GreVamva | 7:28 | Ότε δε ετελείωσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους, εξεπλήττοντο οι όχλοι διά την διδαχήν αυτού· | |
Chapter 8
Matt | GreVamva | 8:2 | Και ιδού, λεπρός ελθών προσεκύνει αυτόν, λέγων· Κύριε, εάν θέλης, δύνασαι να με καθαρίσης. | |
Matt | GreVamva | 8:3 | Και εκτείνας την χείρα ο Ιησούς ήγγισεν αυτόν, λέγων· Θέλω, καθαρίσθητι. Και ευθύς εκαθαρίσθη η λέπρα αυτού. | |
Matt | GreVamva | 8:4 | Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Πρόσεχε μη είπης τούτο εις μηδένα, αλλ' ύπαγε, δείξον σεαυτόν εις τον ιερέα και πρόσφερε το δώρον, το οποίον προσέταξεν ο Μωϋσής διά μαρτυρίαν εις αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 8:5 | Ότε δε εισήλθεν ο Ιησούς εις Καπερναούμ, προσήλθε προς αυτόν εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν | |
Matt | GreVamva | 8:6 | και λέγων· Κύριε, ο δούλός μου κείται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. | |
Matt | GreVamva | 8:8 | Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος είπε· Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθης υπό την στέγην μου· αλλά μόνον ειπέ λόγον, και θέλει ιατρευθή ο δούλός μου. | |
Matt | GreVamva | 8:9 | Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος υπό εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω προς τούτον, Ύπαγε, και υπάγει, και προς άλλον, Έρχου, και έρχεται, και προς τον δούλον μου, Κάμε τούτο, και κάμνει. | |
Matt | GreVamva | 8:10 | Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε προς τους ακολουθούντας· Αληθώς σας λέγω, ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν. | |
Matt | GreVamva | 8:11 | Σας λέγω δε ότι πολλοί θέλουσιν ελθεί από ανατολών και δυσμών και θέλουσι καθήσει μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, | |
Matt | GreVamva | 8:12 | οι δε υιοί της βασιλείας θέλουσιν εκβληθή εις το σκότος το εξώτερον· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Matt | GreVamva | 8:13 | Και είπεν ο Ιησούς προς τον εκατόνταρχον, Ύπαγε, και ως επίστευσας, ας γείνη εις σε. Και ιατρεύθη ο δούλος αυτού εν τη ώρα εκείνη. | |
Matt | GreVamva | 8:14 | Και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν του Πέτρου, είδε την πενθεράν αυτού κατάκοιτον και πάσχουσαν πυρετόν· | |
Matt | GreVamva | 8:15 | και επίασε την χείρα αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός, και εσηκώθη και υπηρέτει αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 8:16 | Και ότε έγεινεν εσπέρα, έφεραν προς αυτόν δαιμονιζομένους πολλούς, και εξέβαλε τα πνεύματα με λόγον και πάντας τους κακώς έχοντας εθεράπευσε, | |
Matt | GreVamva | 8:17 | διά να πληρωθή το ρηθέν διά Ησαΐου του προφήτου, λέγοντος· Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν. | |
Matt | GreVamva | 8:18 | Ιδών δε ο Ιησούς πολλούς όχλους περί εαυτόν, προσέταξε να αναχωρήσωσιν εις το πέραν. | |
Matt | GreVamva | 8:19 | Και πλησιάσας εις γραμματεύς είπε προς αυτόν, Διδάσκαλε, θέλω σοι ακολουθήσει όπου αν υπάγης. | |
Matt | GreVamva | 8:20 | Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Αι αλώπεκες έχουσι φωλεάς και τα πετεινά του ουρανού κατοικίας, ο δε Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνη την κεφαλήν. | |
Matt | GreVamva | 8:21 | Άλλος δε εκ των μαθητών αυτού είπε προς αυτόν· Κύριε, συγχώρησόν μοι να υπάγω πρώτον και να θάψω τον πατέρα μου. | |
Matt | GreVamva | 8:22 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς. | |
Matt | GreVamva | 8:24 | Και ιδού, τρικυμία μεγάλη έγεινεν εν τη θαλάσση, ώστε το πλοίον εσκεπάζετο υπό των κυμάτων· αυτός δε εκοιμάτο. | |
Matt | GreVamva | 8:25 | Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού εξύπνισαν αυτόν, λέγοντες· Κύριε, σώσον ημάς, χανόμεθα. | |
Matt | GreVamva | 8:26 | Και λέγει προς αυτούς· Διά τι είσθε δειλοί, ολιγόπιστοι; Τότε σηκωθείς επετίμησε τους ανέμους και την θάλασσαν, και έγεινε γαλήνη μεγάλη. | |
Matt | GreVamva | 8:27 | Οι δε άνθρωποι εθαύμασαν, λέγοντες· Οποίος είναι ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν εις αυτόν; | |
Matt | GreVamva | 8:28 | Και ότε ήλθεν εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών, υπήντησαν αυτόν δύο δαιμονιζόμενοι εξερχόμενοι εκ των μνημείων, άγριοι καθ' υπερβολήν, ώστε ουδείς ηδύνατο να περάση διά της οδού εκείνης. | |
Matt | GreVamva | 8:29 | Και ιδού, έκραξαν λέγοντες· Τι είναι μεταξύ ημών και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού; ήλθες εδώ προ καιρού να μας βασανίσης; | |
Matt | GreVamva | 8:31 | Και οι δαίμονες παρεκάλουν αυτόν, λέγοντες· Εάν μας εκβάλης, επίτρεψον εις ημάς να απέλθωμεν εις την αγέλην των χοίρων. | |
Matt | GreVamva | 8:32 | Και είπε προς αυτούς· Υπάγετε. Και εκείνοι εξελθόντες υπήγαν εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού, ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν. | |
Matt | GreVamva | 8:33 | Οι δε βόσκοντες έφυγον και ελθόντες εις την πόλιν, απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. | |
Chapter 9
Matt | GreVamva | 9:2 | Και ιδού, έφερον προς αυτόν παραλυτικόν κείμενον επί κλίνης· και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε προς τον παραλυτικόν· Θάρρει, τέκνον· συγκεχωρημέναι είναι εις σε αι αμαρτίαι σου. | |
Matt | GreVamva | 9:4 | Και ιδών ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών, είπε· Διά τι σεις διαλογίζεσθε πονηρά εν ταις καρδίαις σας; | |
Matt | GreVamva | 9:5 | Διότι τι είναι ευκολώτερον, να είπω, Συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι σου, ή να είπω, Εγέρθητι και περιπάτει; | |
Matt | GreVamva | 9:6 | Αλλά διά να γνωρίσητε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου επί της γης να συγχωρή αμαρτίας, τότε λέγει προς τον παραλυτικόν· Εγερθείς σήκωσον την κλίνην σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου. | |
Matt | GreVamva | 9:8 | Ιδόντες δε οι όχλοι, εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκε τοιαύτην εξουσίαν εις τους ανθρώπους. | |
Matt | GreVamva | 9:9 | Και διαβαίνων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον εις το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει προς αυτόν· Ακολούθει μοι. Και σηκωθείς ηκολούθησεν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 9:10 | Και ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν εν τη οικία, ιδού, πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνεκάθηντο μετά του Ιησού και των μαθητών αυτού. | |
Matt | GreVamva | 9:11 | Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον προς τους μαθητάς αυτού· Διά τι ο Διδάσκαλός σας τρώγει μετά των τελωνών και αμαρτωλών; | |
Matt | GreVamva | 9:12 | Ο δε Ιησούς ακούσας είπε προς αυτούς· Δεν έχουσι χρείαν ιατρού οι υγιαίνοντες, αλλ' οι πάσχοντες. | |
Matt | GreVamva | 9:13 | Υπάγετε δε και μάθετε τι είναι, Έλεον θέλω και ουχί θυσίαν. Διότι δεν ήλθον διά να καλέσω δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. | |
Matt | GreVamva | 9:14 | Τότε έρχονται προς αυτόν οι μαθηταί του Ιωάννου, λέγοντες· Διά τι ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολλά, οι δε μαθηταί σου δεν νηστεύουσι; | |
Matt | GreVamva | 9:15 | Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· Μήπως δύνανται οι υιοί του νυμφώνος να πενθώσιν, ενόσω είναι μετ' αυτών ο νυμφίος; θέλουσιν όμως ελθεί ημέραι, όταν αφαιρεθή απ' αυτών ο νυμφίος, και τότε θέλουσι νηστεύσει. | |
Matt | GreVamva | 9:16 | Και ουδείς βάλλει επίρραμμα αγνάφου πανίου επί ιμάτιον παλαιόν· διότι αφαιρεί το αναπλήρωμα αυτού από του ιματίου, και γίνεται σχίσμα χειρότερον. | |
Matt | GreVamva | 9:17 | Ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς· ει δε μη, σχίζονται οι ασκοί, και ο οίνος εκχέεται και οι ασκοί φθείρονται· αλλά βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς νέους, και αμφότερα διατηρούνται. | |
Matt | GreVamva | 9:18 | Ενώ αυτός ελάλει ταύτα προς αυτούς, ιδού, άρχων τις ελθών προσεκύνει αυτόν, λέγων ότι η θυγάτηρ μου ετελεύτησε προ ολίγου· αλλά ελθέ και βάλε την χείρα σου επ' αυτήν και θέλει ζήσει. | |
Matt | GreVamva | 9:20 | Και ιδού, γυνή αιμορροούσα δώδεκα έτη, πλησιάσασα όπισθεν ήγγισε το άκρον του ιματίου αυτού· | |
Matt | GreVamva | 9:22 | Ο δε Ιησούς επιστραφείς και ιδών αυτήν είπε· Θάρρει, θύγατερ· η πίστις σου σε έσωσε. Και εσώθη η γυνή από της ώρας εκείνης. | |
Matt | GreVamva | 9:23 | Και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν του άρχοντος και ιδών τους αυλητάς και τον όχλον θορυβούμενον, | |
Matt | GreVamva | 9:24 | λέγει προς αυτούς· Αναχωρείτε· διότι δεν απέθανε το κοράσιον, αλλά κοιμάται. Και κατεγέλων αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 9:25 | Ότε δε εξεβλήθη ο όχλος, εισελθών επίασε την χείρα αυτής, και εσηκώθη το κοράσιον. | |
Matt | GreVamva | 9:27 | Και ενώ ανεχώρει εκείθεν ο Ιησούς, ηκολούθησαν αυτόν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες· Ελέησον ημάς, υιέ του Δαβίδ. | |
Matt | GreVamva | 9:28 | Και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, επλησίασαν εις αυτόν οι τυφλοί, και λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Πιστεύετε ότι δύναμαι να κάμω τούτο; Λέγουσι προς αυτόν· Ναι, Κύριε. | |
Matt | GreVamva | 9:30 | Και ηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί· προσέταξε δε αυτούς εντόνως ο Ιησούς, λέγων· Προσέχετε, ας μη εξεύρη τούτο μηδείς. | |
Matt | GreVamva | 9:33 | και αφού εξεβλήθη το δαιμόνιον, ελάλησεν ο κωφός, και εθαύμασαν οι όχλοι, λέγοντες ότι ποτέ δεν εφάνη τοιούτον εν τω Ισραήλ. | |
Matt | GreVamva | 9:35 | Και περιήρχετο ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύττων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν εν τω λαώ. | |
Matt | GreVamva | 9:36 | Ιδών δε τους όχλους, εσπλαγχνίσθη δι' αυτούς, διότι ήσαν εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. | |
Chapter 10
Matt | GreVamva | 10:1 | Και προσκαλέσας τους δώδεκα μαθητάς αυτού, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε να εκβάλλωσιν αυτά και να θεραπεύωσι πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν. | |
Matt | GreVamva | 10:2 | Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι ταύτα· πρώτος Σίμων ο λεγόμενος Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός αυτού, Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου και Ιωάννης ο αδελφός αυτού, | |
Matt | GreVamva | 10:3 | Φίλιππος και Βαρθολομαίος, Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης, Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επονομασθείς Θαδδαίος, | |
Matt | GreVamva | 10:5 | Τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς και παρήγγειλεν εις αυτούς, λέγων· Εις οδόν εθνών μη υπάγητε, και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε· | |
Matt | GreVamva | 10:8 | Ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε. | |
Matt | GreVamva | 10:10 | μη σακκίον διά την οδόν μηδέ δύο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον· διότι ο εργάτης είναι άξιος της τροφής αυτού. | |
Matt | GreVamva | 10:11 | Εις οποίαν δε πόλιν ή κώμην εισέλθητε, εξετάσατε τις είναι άξιος εν αυτή, και εκεί μείνατε εωσού εξέλθητε. | |
Matt | GreVamva | 10:13 | Και εάν μεν η οικία ήναι αξία, ας έλθη η ειρήνη σας επ' αυτήν· αλλ' εάν δεν ήναι αξία, η ειρήνη σας ας επιστρέψη εις εσάς. | |
Matt | GreVamva | 10:14 | Και όστις δεν σας δεχθή μηδέ ακούση τους λόγους σας, εξερχόμενοι της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών σας. | |
Matt | GreVamva | 10:15 | Αληθώς σας λέγω, Ελαφροτέρα θέλει είσθαι η τιμωρία εν ημέρα κρίσεως εις την γην των Σοδόμων και Γομόρρων παρά εις την πόλιν εκείνην. | |
Matt | GreVamva | 10:16 | Ιδού, εγώ σας αποστέλλω ως πρόβατα εν μέσω λύκων· γίνεσθε λοιπόν φρόνιμοι ως οι όφεις και απλοί ως αι περιστεραί. | |
Matt | GreVamva | 10:17 | Προσέχετε δε από των ανθρώπων· διότι θέλουσι σας παραδώσει εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών θέλουσι σας μαστιγώσει· | |
Matt | GreVamva | 10:18 | και έτι ενώπιον ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε φερθή ένεκεν εμού προς μαρτυρίαν εις αυτούς και εις τα έθνη. | |
Matt | GreVamva | 10:19 | Όταν δε σας παραδίδωσι, μη μεριμνήσητε πως ή τι θέλετε λαλήσει· διότι θέλει σας δοθή εν εκείνη τη ώρα τι πρέπει να λαλήσητε. | |
Matt | GreVamva | 10:20 | Επειδή σεις δεν είσθε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός σας, το οποίον λαλεί εν υμίν. | |
Matt | GreVamva | 10:21 | Θέλει δε παραδώσει αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και θέλουσιν επαναστή τέκνα κατά γονέων και θέλουσι θανατώσει αυτούς· | |
Matt | GreVamva | 10:22 | και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή. | |
Matt | GreVamva | 10:23 | Όταν δε σας διώκωσιν εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην· διότι αληθώς σας λέγω, δεν θέλετε τελειώσει τας πόλεις του Ισραήλ, εωσού έλθη ο Υιός του ανθρώπου. | |
Matt | GreVamva | 10:24 | Δεν είναι μαθητής ανώτερος του διδασκάλου ουδέ δούλος ανώτερος του κυρίου αυτού. | |
Matt | GreVamva | 10:25 | Αρκετόν είναι εις τον μαθητήν να γείνη ως ο διδάσκαλος αυτού, και ο δούλος ως ο κύριος αυτού. Εάν τον οικοδεσπότην ωνόμασαν Βεελζεβούλ, πόσω μάλλον τους οικιακούς αυτού; | |
Matt | GreVamva | 10:26 | Μη φοβηθήτε λοιπόν αυτούς· διότι δεν είναι ουδέν κεκαλυμμένον, το οποίον δεν θέλει ανακαλυφθή, και κρυπτόν, το οποίον δεν θέλει γνωσθή. | |
Matt | GreVamva | 10:27 | ό,τι σας λέγω εν τω σκότει, είπατε εν τω φωτί, και ό,τι ακούετε εις το ωτίον, κηρύξατε επί των δωμάτων. | |
Matt | GreVamva | 10:28 | Και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων να αποκτείνωσι· φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα να απολέση εν τη γεέννη. | |
Matt | GreVamva | 10:29 | Δύο στρουθία δεν πωλούνται δι' εν ασσάριον; και εν εξ αυτών δεν θέλει πέσει επί την γην άνευ του θελήματος του Πατρός σας. | |
Matt | GreVamva | 10:32 | Πας λοιπόν όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω ομολογήσει και εγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 10:33 | Όστις δε με αρνηθή έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω αρνηθή αυτόν και εγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 10:34 | Μη νομίσητε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επί την γήν· δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν. | |
Matt | GreVamva | 10:35 | Διότι ήλθον να διαχωρίσω άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· | |
Matt | GreVamva | 10:37 | Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού· και όστις αγαπά υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού· | |
Matt | GreVamva | 10:38 | και όστις δεν λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, δεν είναι άξιος εμού. | |
Matt | GreVamva | 10:39 | Όστις εύρη την ζωήν αυτού θέλει απολέσει αυτήν, και όστις απολέση την ζωήν αυτού δι' εμέ θέλει ευρεί αυτήν. | |
Matt | GreVamva | 10:40 | Όστις δέχεται εσάς εμέ δέχεται, και όστις δέχεται εμέ δέχεται τον αποστείλαντά με. | |
Matt | GreVamva | 10:41 | Ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου θέλει λάβει, και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου, μισθόν δικαίου θέλει λάβει. | |
Chapter 11
Matt | GreVamva | 11:1 | Και ότε ετελείωσεν ο Ιησούς διατάττων εις τους δώδεκα μαθητάς αυτού, μετέβη εκείθεν διά να διδάσκη και να κηρύττη εν ταις πόλεσιν αυτών. | |
Matt | GreVamva | 11:2 | Ο δε Ιωάννης, ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, έπεμψε δύο των μαθητών αυτού, | |
Matt | GreVamva | 11:4 | Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτούς· Υπάγετε και απαγγείλατε προς τον Ιωάννην όσα ακούετε και βλέπετε· | |
Matt | GreVamva | 11:5 | τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται· | |
Matt | GreVamva | 11:7 | Ενώ δε ούτοι ανεχώρουν, ήρχισεν ο Ιησούς να λέγη προς τους όχλους περί του Ιωάννου· Τι εξήλθετε εις την έρημον να ίδητε; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; | |
Matt | GreVamva | 11:8 | Αλλά τι εξήλθετε να ίδητε; άνθρωπον ενδεδυμένον μαλακά ιμάτια; ιδού, οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων ευρίσκονται. | |
Matt | GreVamva | 11:10 | Διότι ούτος είναι, περί του οποίου είναι γεγραμμένον· Ιδού, εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, όστις θέλει κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου. | |
Matt | GreVamva | 11:11 | Αληθώς σας λέγω, μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών δεν ηγέρθη μεγαλήτερος Ιωάννου του βαπτιστού· πλην ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλήτερος αυτού. | |
Matt | GreVamva | 11:12 | Από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως του νυν η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. | |
Matt | GreVamva | 11:16 | Αλλά με τι να ομοιώσω την γενεάν ταύτην; είναι ομοία με παιδάρια καθήμενα εν ταις αγοραίς και φωνάζοντα προς τους συντρόφους αυτών, | |
Matt | GreVamva | 11:17 | και λέγοντα· Αυλόν σας επαίξαμεν, και δεν εχορεύσατε, σας εθρηνωδήσαμεν, και δεν εκλαύσατε. | |
Matt | GreVamva | 11:19 | Ήλθεν ο Υιός του ανθρώπου τρώγων και πίνων, και λέγουσιν· Ιδού, άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής. | |
Matt | GreVamva | 11:20 | Τότε ήρχισε να ονειδίζη τας πόλεις εν αις έγειναν τα πλειότερα θαύματα αυτού, διότι δεν μετενόησαν· | |
Matt | GreVamva | 11:21 | Ουαί εις σε, Χοραζίν, ουαί εις σε, Βηθσαϊδάν· διότι εάν τα θαύματα τα γενόμενα εν υμίν εγίνοντο εν τη Τύρω και Σιδώνι προ πολλού ήθελον μετανοήσει εν σάκκω και σποδώ. | |
Matt | GreVamva | 11:22 | Πλην σας λέγω εις την Τύρον και Σιδώνα ελαφροτέρα θέλει είσθαι η τιμωρία εν ημέρα κρίσεως παρά εις εσάς. | |
Matt | GreVamva | 11:23 | Και συ, Καπερναούμ, η υψωθείσα έως του ουρανού, θέλεις καταβιβασθή έως άδου· διότι εάν τα θαύματα τα γενόμενα εν σοι εγίνοντο εν Σοδόμοις, ήθελον μείνει μέχρι της σήμερον. | |
Matt | GreVamva | 11:24 | Πλην σας λέγω, ότι εις την γην των Σοδόμων ελαφροτέρα θέλει είσθαι η τιμωρία εν ημέρα κρίσεως παρά εις σε. | |
Matt | GreVamva | 11:25 | Εν εκείνω τω καιρώ αποκριθείς ο Ιησούς είπε· Δοξάζω σε, Πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά εις νήπια· | |
Matt | GreVamva | 11:27 | Πάντα παρεδόθησαν εις εμέ από του Πατρός μου· και ουδείς γινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ· ουδέ τον Πατέρα γινώσκει τις ειμή ο Υιός και εις όντινα θέλει ο Υιός να αποκαλύψη αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 11:28 | Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. | |
Matt | GreVamva | 11:29 | Άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν, και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών· | |
Chapter 12
Matt | GreVamva | 12:1 | Εν εκείνω τω καιρώ επορεύετο ο Ιησούς διά των σπαρτών εν σαββάτω· οι δε μαθηταί αυτού επείνασαν και ήρχισαν να ανασπώσιν αστάχυα και να τρώγωσιν. | |
Matt | GreVamva | 12:2 | Οι δε Φαρισαίοι ιδόντες είπον προς αυτόν· Ιδού, οι μαθηταί σου πράττουσιν ό,τι δεν συγχωρείται να πράττηται το σάββατον. | |
Matt | GreVamva | 12:3 | Ο δε είπε προς αυτούς· Δεν ανεγνώσατε τι έπραξεν ο Δαβίδ ότε επείνασεν αυτός και οι μετ' αυτού; | |
Matt | GreVamva | 12:4 | πως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού και έφαγε τους άρτους της προθέσεως, τους οποίους δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτόν να φάγη, ούτε εις τους μετ' αυτού, ειμή εις τους ιερείς μόνους; | |
Matt | GreVamva | 12:5 | Η δεν ανεγνώσατε εν τω νόμω ότι εν τοις σάββασιν οι ιερείς βεβηλόνουσι το σάββατον εν τω ιερώ και είναι αθώοι; | |
Matt | GreVamva | 12:7 | Εάν όμως εγνωρίζετε τι είναι Έλεον θέλω και ουχί θυσίαν, δεν ηθέλετε καταδικάσει τους αθώους. | |
Matt | GreVamva | 12:10 | Και ιδού, ήτο άνθρωπος έχων την χείρα ξηράν· και ηρώτησαν αυτόν λέγοντες· Συγχωρείται τάχα να θεραπεύη τις εν τω σαββάτω; διά να κατηγορήσωσιν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 12:11 | Ο δε είπε προς αυτούς· Τις άνθρωπος από σας θέλει είσθαι, όστις έχων πρόβατον εν, εάν τούτο πέση εν τω σαββάτω εις λάκκον, δεν θέλει πιάσει και σηκώσει αυτό; | |
Matt | GreVamva | 12:12 | πόσον λοιπόν διαφέρει άνθρωπος προβάτου; ώστε συγχωρείται εν τω σαββάτω να αγαθοποιή τις. | |
Matt | GreVamva | 12:13 | Τότε λέγει προς τον άνθρωπον· Έκτεινον την χείρα σου· και εξέτεινε, και αποκατεστάθη υγιής ως η άλλη. | |
Matt | GreVamva | 12:15 | Αλλ' ο Ιησούς νοήσας ανεχώρησεν εκείθεν· και ηκολούθησαν αυτόν όχλοι πολλοί, και εθεράπευσεν αυτούς πάντας. | |
Matt | GreVamva | 12:18 | Ιδού, ο δούλός μου, τον οποίον εξέλεξα, ο αγαπητός μου, εις τον οποίον η ψυχή μου ευηρεστήθη· θέλω θέσει το Πνεύμα μου επ' αυτόν, και θέλει εξαγγείλει κρίσιν εις τα έθνη· | |
Matt | GreVamva | 12:19 | δεν θέλει αντιλογήσει ουδέ κραυγάσει, ουδέ θέλει ακούσει τις την φωνήν αυτού εν ταις πλατείαις. | |
Matt | GreVamva | 12:20 | Κάλαμον συντετριμμένον δεν θέλει θλάσει και λινάριον καπνίζον δεν θέλει σβέσει, εωσού εκφέρη εις νίκην την κρίσιν· | |
Matt | GreVamva | 12:22 | Τότε εφέρθη προς αυτόν δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός, και εθεράπευσεν αυτόν, ώστε ο τυφλός και κωφός και ελάλει και έβλεπε. | |
Matt | GreVamva | 12:23 | Και εξεπλήττοντο πάντες οι όχλοι και έλεγον· Μήπως είναι ούτος ο υιός του Δαβίδ; | |
Matt | GreVamva | 12:24 | Οι δε Φαρισαίοι ακούσαντες είπον· Ούτος δεν εκβάλλει τα δαιμόνια ειμή διά του Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων. | |
Matt | GreVamva | 12:25 | Νοήσας δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών, είπε προς αυτούς· Πάσα βασιλεία διαιρεθείσα καθ' εαυτής ερημούται, και πάσα πόλις ή οικία διαιρεθείσα καθ' εαυτής δεν θέλει σταθή. | |
Matt | GreVamva | 12:26 | Και αν ο Σατανάς τον Σατανάν εκβάλλη, διηρέθη καθ' εαυτού· πως λοιπόν θέλει σταθή η βασιλεία αυτού; | |
Matt | GreVamva | 12:27 | Και αν εγώ διά του Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια, οι υιοί σας διά τίνος εκβάλλουσι; διά τούτο αυτοί θέλουσιν είσθαι κριταί σας. | |
Matt | GreVamva | 12:28 | Αλλ' εάν εγώ διά Πνεύματος Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εις εσάς η βασιλεία του Θεού. | |
Matt | GreVamva | 12:29 | Η πως δύναταί τις να εισέλθη εις την οικίαν του δυνατού και να διαρπάση τα σκεύη αυτού, εάν πρώτον δεν δέση τον δυνατόν; και τότε θέλει διαρπάσει την οικίαν αυτού. | |
Matt | GreVamva | 12:30 | Όστις δεν είναι μετ' εμού είναι κατ' εμού, και όστις δεν συνάγει μετ' εμού σκορπίζει. | |
Matt | GreVamva | 12:31 | Διά τούτο σας λέγω, Πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους, η κατά του Πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους· | |
Matt | GreVamva | 12:32 | και όστις είπη λόγον κατά του Υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθή εις αυτόν· όστις όμως είπη κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι. | |
Matt | GreVamva | 12:33 | Η κάμετε το δένδρον καλόν, και τον καρπόν αυτού καλόν, ή κάμετε το δένδρον σαπρόν, και τον καρπόν αυτού σαπρόν· διότι εκ του καρπού γνωρίζεται το δένδρον. | |
Matt | GreVamva | 12:34 | Γεννήματα εχιδνών, πως δύνασθε να λαλήτε καλά όντες πονηροί; διότι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα. | |
Matt | GreVamva | 12:35 | Ο καλός άνθρωπος εκ του καλού θησαυρού της καρδίας εκβάλλει τα καλά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά. | |
Matt | GreVamva | 12:36 | Σας λέγω δε ότι διά πάντα λόγον αργόν, τον οποίον ήθελον λαλήσει οι άνθρωποι, θέλουσιν αποδώσει λόγον δι' αυτόν εν ημέρα κρίσεως. | |
Matt | GreVamva | 12:37 | Διότι εκ των λόγων σου θέλεις δικαιωθή, και εκ των λόγων σου θέλεις καταδικασθή. | |
Matt | GreVamva | 12:38 | Τότε απεκρίθησάν τινές των γραμματέων και Φαρισαίων, λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν να ίδωμεν σημείον από σου. | |
Matt | GreVamva | 12:39 | Εκείνος δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον ζητεί, και σημείον δεν θέλει δοθή εις αυτήν ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου. | |
Matt | GreVamva | 12:40 | Διότι ως ο Ιωνάς ήτο εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτω θέλει είσθαι ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. | |
Matt | GreVamva | 12:41 | Άνδρες Νινευίται θέλουσιν αναστηθή εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και θέλουσι κατακρίνει αυτήν, διότι μετενόησαν εις το κήρυγμα του Ιωνά, και ιδού, πλειότερον του Ιωνά είναι εδώ. | |
Matt | GreVamva | 12:42 | Η βασίλισσα του νότου θέλει σηκωθή εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και θέλει κατακρίνει αυτήν, διότι ήλθεν εκ των περάτων της γης διά να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος, και ιδού, πλειότερον του Σολομώντος είναι εδώ. | |
Matt | GreVamva | 12:43 | Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι' ανύδρων τόπων και ζητεί ανάπαυσιν και δεν ευρίσκει. | |
Matt | GreVamva | 12:44 | Τότε λέγει· Ας επιστρέψω εις τον οίκόν μου, όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει αυτόν κενόν, σεσαρωμένον και εστολισμένον. | |
Matt | GreVamva | 12:45 | Τότε υπάγει και παραλαμβάνει μεθ' εαυτού επτά άλλα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικούσιν εκεί, και γίνονται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χειρότερα των πρώτων. Ούτω θέλει είσθαι και εις την γενεάν ταύτην την πονηράν. | |
Matt | GreVamva | 12:46 | Ενώ δε αυτός ελάλει έτι προς τους όχλους, ιδού, η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ίσταντο έξω, ζητούντες να λαλήσωσι προς αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 12:47 | Είπε δε τις προς αυτόν· Ιδού, η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου ίστανται έξω, ζητούντες να λαλήσωσι προς σε. | |
Matt | GreVamva | 12:48 | Ο δε αποκριθείς προς τον ειπόντα τούτο προς αυτόν είπε· Τις είναι η μήτηρ μου και τίνες είναι οι αδελφοί μου; | |
Matt | GreVamva | 12:49 | Και εκτείνας την χείρα αυτού προς τους μαθητάς αυτού είπεν· Ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου. | |
Chapter 13
Matt | GreVamva | 13:1 | Εν εκείνη δε τη ημέρα εξελθών ο Ιησούς από της οικίας εκάθητο πλησίον της θαλάσσης· | |
Matt | GreVamva | 13:2 | και συνήχθησαν προς αυτόν όχλοι πολλοί, ώστε εμβάς εις το πλοίον εκάθητο, και πας ο όχλος ίστατο επί τον αιγιαλόν. | |
Matt | GreVamva | 13:3 | Και ελάλησε προς αυτούς πολλά διά παραβολών, λέγων· Ιδού, εξήλθεν ο σπείρων διά να σπείρη. | |
Matt | GreVamva | 13:4 | Και ενώ έσπειρεν, άλλα μεν έπεσον παρά την οδόν, και ήλθον τα πετεινά και κατέφαγον αυτά· | |
Matt | GreVamva | 13:5 | άλλα δε έπεσον επί τα πετρώδη, όπου δεν είχον γην πολλήν, και ευθύς ανεφύησαν, επειδή δεν είχον βάθος γης, | |
Matt | GreVamva | 13:8 | άλλα δε έπεσον επί την γην την καλήν και έδιδον καρπόν το μεν εκατόν, το δε εξήκοντα, το δε τριάκοντα. | |
Matt | GreVamva | 13:10 | Και προσελθόντες οι μαθηταί, είπον προς αυτόν· Διά τι λαλείς προς αυτούς διά παραβολών; | |
Matt | GreVamva | 13:11 | Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Διότι εις εσάς εδόθη να γνωρίσητε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους όμως δεν εδόθη. | |
Matt | GreVamva | 13:12 | Διότι όστις έχει, έτι θέλει δοθή εις αυτόν και θέλει περισσευθή· όστις όμως δεν έχει, και ό,τι έχει θέλει αφαιρεθή απ' αυτού. | |
Matt | GreVamva | 13:13 | Διά τούτο λαλώ προς αυτούς διά παραβολών, διότι βλέποντες δεν βλέπουσι και ακούοντες δεν ακούουσιν ουδέ νοούσι. | |
Matt | GreVamva | 13:14 | Και εκπληρούται επ' αυτών η προφητεία του Ησαΐου η λέγουσα· Με την ακοήν θέλετε ακούσει και δεν θέλετε εννοήσει, και βλέποντες θέλετε ιδεί και δεν θέλετε καταλάβει· | |
Matt | GreVamva | 13:15 | διότι επαχύνθη η καρδία του λαού τούτου, και με τα ώτα βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών έκλεισαν μήποτε ίδωσι με τους οφθαλμούς και ακούσωσι με τα ώτα και νοήσωσι με την καρδίαν και επιστρέψωσι, και ιατρεύσω αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 13:16 | Υμών δε οι οφθαλμοί είναι μακάριοι, διότι βλέπουσι, και τα ώτα σας, διότι ακούουσιν. | |
Matt | GreVamva | 13:17 | Επειδή αληθώς σας λέγω ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν να ίδωσιν όσα βλέπετε, και δεν είδον, και να ακούσωσιν όσα ακούετε, και δεν ήκουσαν. | |
Matt | GreVamva | 13:19 | Παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας και μη νοούντος, έρχεται ο πονηρός και αρπάζει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού· ούτος είναι ο σπαρθείς παρά την οδόν. | |
Matt | GreVamva | 13:20 | Ο δε επί τα πετρώδη σπαρθείς, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον και ευθύς μετά χαράς δεχόμενος αυτόν· | |
Matt | GreVamva | 13:21 | δεν έχει όμως ρίζαν εν εαυτώ, αλλ' είναι πρόσκαιρος, όταν δε γείνη θλίψις ή διωγμός διά τον λόγον, ευθύς σκανδαλίζεται. | |
Matt | GreVamva | 13:22 | Ο δε εις τας ακάνθας σπαρθείς, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον, έπειτα η μέριμνα του αιώνος τούτου και η απάτη του πλούτου συμπνίγει τον λόγον, και γίνεται άκαρπος. | |
Matt | GreVamva | 13:23 | Ο δε σπαρθείς επί την γην την καλήν, ούτος είναι ο ακούων τον λόγον και νοών· όστις και καρποφορεί και κάμνει ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα. | |
Matt | GreVamva | 13:24 | Άλλην παραβολήν παρέθηκεν εις αυτούς, λέγων· Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον, όστις έσπειρε καλόν σπόρον εν τω αγρώ αυτού· | |
Matt | GreVamva | 13:25 | αλλ' ενώ εκοιμώντο οι άνθρωποι, ήλθεν ο εχθρός αυτού και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και ανεχώρησεν. | |
Matt | GreVamva | 13:27 | Προσελθόντες δε οι δούλοι του οικοδεσπότου είπον προς αυτόν· Κύριε, καλόν σπόρον δεν έσπειρας εν τω αγρώ σου; πόθεν λοιπόν έχει τα ζιζάνια; | |
Matt | GreVamva | 13:28 | Ο δε είπε προς αυτούς· Εχθρός άνθρωπος έκαμε τούτο· οι δε δούλοι είπον προς αυτόν· Θέλεις λοιπόν να υπάγωμεν και να συλλέξωμεν αυτά; | |
Matt | GreVamva | 13:29 | Ο δε είπεν· Ουχί, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε μετ' αυτών τον σίτον· | |
Matt | GreVamva | 13:30 | αφήσατε να συναυξάνωσιν αμφότερα μέχρι του θερισμού, και εν τω καιρώ του θερισμού θέλω ειπεί προς τους θεριστάς· Συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δέσατε αυτά εις δέσμας διά να κατακαύσητε αυτά, τον δε σίτον συνάξατε εις την αποθήκην μου. | |
Matt | GreVamva | 13:31 | Άλλην παραβολήν παρέθηκεν εις αυτούς, λέγων· Ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με κόκκον σινάπεως, τον οποίον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρώ αυτού· | |
Matt | GreVamva | 13:32 | το οποίον είναι μεν μικρότερον πάντων των σπερμάτων, όταν όμως αυξηθή είναι μεγαλήτερον των λαχάνων και γίνεται δένδρον, ώστε έρχονται τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούσιν εν τοις κλάδοις αυτού. | |
Matt | GreVamva | 13:33 | Άλλην παραβολήν είπε προς αυτούς· Ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με προζύμιον, το οποίον λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις τρία μέτρα αλεύρου, εωσού έγεινεν όλον ένζυμον. | |
Matt | GreVamva | 13:34 | Ταύτα πάντα ελάλησεν ο Ιησούς διά παραβολών προς τους όχλους και χωρίς παραβολής δεν ελάλει προς αυτούς, | |
Matt | GreVamva | 13:35 | διά να πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου, λέγοντος· Θέλω ανοίξει εν παραβολαίς το στόμα μου, θέλω απαγγείλει πράγματα κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου. | |
Matt | GreVamva | 13:36 | Τότε αφήσας τους όχλους ήλθεν εις την οικίαν ο Ιησούς. Και προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες· Εξήγησον εις ημάς την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού. | |
Matt | GreVamva | 13:37 | Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Ο σπείρων τον καλόν σπόρον είναι ο Υιός του ανθρώπου· | |
Matt | GreVamva | 13:38 | ο δε αγρός είναι ο κόσμος· ο δε καλός σπόρος, ούτοι είναι οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνια είναι οι υιοί του πονηρού· | |
Matt | GreVamva | 13:39 | ο δε εχθρός, όστις έσπειρεν αυτά, είναι ο διάβολος· ο δε θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνος· οι δε θερισταί είναι οι άγγελοι. | |
Matt | GreVamva | 13:40 | Καθώς λοιπόν συλλέγονται τα ζιζάνια και κατακαίονται εν πυρί, ούτω θέλει είσθαι εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. | |
Matt | GreVamva | 13:41 | Θέλει αποστείλει ο Υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και θέλουσι συλλέξει εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους πράττοντας την ανομίαν, | |
Matt | GreVamva | 13:42 | και θέλουσι ρίψει αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Matt | GreVamva | 13:43 | Τότε οι δίκαιοι θέλουσιν εκλάμψει ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών. Ο έχων ώτα διά να ακούη ας ακούη. | |
Matt | GreVamva | 13:44 | Πάλιν ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με θησαυρόν κεκρυμμένον εν τω αγρώ, τον οποίον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει και πωλεί πάντα όσα έχει και αγοράζει τον αγρόν εκείνον. | |
Matt | GreVamva | 13:45 | Πάλιν ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον έμπορον ζητούντα καλούς μαργαρίτας· | |
Matt | GreVamva | 13:46 | όστις ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, υπήγε και επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 13:47 | Πάλιν ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με δίκτυον, το οποίον ερρίφθη εις την θάλασσαν και συνήγαγεν από παντός είδους· | |
Matt | GreVamva | 13:48 | το οποίον, αφού εγεμίσθη, ανεβίβασαν επί τον αιγιαλόν και καθήσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε αχρεία έρριψαν έξω. | |
Matt | GreVamva | 13:49 | Ούτω θέλει είσθαι εν τη συντελεία του αιώνος. Θέλουσιν εξέλθει οι άγγελοι και θέλουσιν αποχωρίσει τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων, | |
Matt | GreVamva | 13:50 | και θέλουσι ρίψει αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Matt | GreVamva | 13:51 | Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Ενοήσατε ταύτα πάντα; Λέγουσι προς αυτόν· Ναι, Κύριε. | |
Matt | GreVamva | 13:52 | Ο δε είπε προς αυτούς· Διά τούτο πας γραμματεύς, μαθητευθείς εις τα περί της βασιλείας των ουρανών, είναι όμοιος με άνθρωπον οικοδεσπότην, όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού νέα και παλαιά. | |
Matt | GreVamva | 13:54 | και ελθών εις την πατρίδα αυτού, εδίδασκεν αυτούς εν τη συναγωγή αυτών, ώστε εξεπλήττοντο και έλεγον· Πόθεν εις τούτον η σοφία αύτη και αι δυνάμεις; | |
Matt | GreVamva | 13:55 | δεν είναι ούτος ο υιός του τέκτονος; η μήτηρ αυτού δεν λέγεται Μαριάμ, και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; | |
Matt | GreVamva | 13:56 | και αι αδελφαί αυτού δεν είναι πάσαι παρ' ημίν; πόθεν λοιπόν εις τούτον ταύτα πάντα; | |
Matt | GreVamva | 13:57 | Και εσκανδαλίζοντο εν αυτώ. Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Δεν είναι προφήτης άνευ τιμής ειμή εν τη πατρίδι αυτού και εν τη οικία αυτού. | |
Chapter 14
Matt | GreVamva | 14:2 | και είπε προς τους δούλους αυτού· Ούτος είναι Ιωάννης ο Βαπτιστής· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. | |
Matt | GreVamva | 14:3 | Διότι ο Ηρώδης συλλαβών τον Ιωάννην έδεσεν αυτόν και έβαλεν εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού. | |
Matt | GreVamva | 14:6 | Ότε δε ετελούντο τα γενέθλια του Ηρώδου, εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος εν τω μέσω και ήρεσεν εις τον Ηρώδην· | |
Matt | GreVamva | 14:8 | Η δε, παρακινηθείσα υπό της μητρός αυτής, Δος μοι, λέγει, εδώ επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού. | |
Matt | GreVamva | 14:9 | Και ελυπήθη ο βασιλεύς, διά τους όρκους όμως και τους συγκαθημένους προσέταξε να δοθή, | |
Matt | GreVamva | 14:11 | Και εφέρθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι και εδόθη εις το κοράσιον, και έφερεν αυτήν προς την μητέρα αυτής. | |
Matt | GreVamva | 14:12 | Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού εσήκωσαν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τούτο εις τον Ιησούν. | |
Matt | GreVamva | 14:13 | Και ακούσας ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ' ιδίαν· και ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτόν πεζοί από των πόλεων. | |
Matt | GreVamva | 14:14 | Και ότε ο Ιησούς, είδε πολύν όχλον και εσπλαγχνίσθη δι' αυτούς και εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. | |
Matt | GreVamva | 14:15 | Ότε δε έγεινεν εσπέρα, προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες· Έρημος είναι ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν· απόλυσον τους όχλους, διά να υπάγωσιν εις τας κώμας και αγοράσωσιν εις εαυτούς τροφάς. | |
Matt | GreVamva | 14:16 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Δεν έχουσι χρείαν να υπάγωσι· δότε εις αυτούς σεις να φάγωσιν. | |
Matt | GreVamva | 14:19 | Και προστάξας τους όχλους να καθήσωσιν επί τα χόρτα, και λαβών τους πέντε άρτους και τα δύο οψάρια, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κόψας έδωκεν εις τους μαθητάς τους άρτους, οι δε μαθηταί εις τους όχλους. | |
Matt | GreVamva | 14:20 | Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και εσήκωσαν το περίσσευμα των κλασμάτων, δώδεκα κοφίνους πλήρεις. | |
Matt | GreVamva | 14:22 | Και ευθύς ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού να εμβώσιν εις το πλοίον και να υπάγωσι προ αυτού εις το πέραν, εωσού απολύση τους όχλους. | |
Matt | GreVamva | 14:23 | Και αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν διά να προσευχηθή. Και ότε έγεινεν εσπέρα, ήτο μόνος εκεί. | |
Matt | GreVamva | 14:24 | Το δε πλοίον ήτο ήδη εν τω μέσω της θαλάσσης, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· διότι ήτο εναντίος ο άνεμος. | |
Matt | GreVamva | 14:25 | Εν δε τη τετάρτη φυλακή της νυκτός υπήγε προς αυτούς ο Ιησούς, περιπατών επί την θάλασσαν. | |
Matt | GreVamva | 14:26 | Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν, λέγοντες ότι φάντασμα είναι, και από του φόβου έκραξαν. | |
Matt | GreVamva | 14:28 | Αποκριθείς δε προς αυτόν ο Πέτρος είπε· Κύριε, εάν ήσαι συ, πρόσταξόν με να έλθω προς σε επί τα ύδατα. | |
Matt | GreVamva | 14:29 | Ο δε είπεν, Ελθέ. Και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα, διά να έλθη προς τον Ιησούν. | |
Matt | GreVamva | 14:30 | Βλέπων όμως τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη, και αρχίσας να καταποντίζηται, έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με. | |
Matt | GreVamva | 14:31 | Και ευθύς ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επίασεν αυτόν και λέγει προς αυτόν· Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας; | |
Matt | GreVamva | 14:33 | οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτόν, λέγοντες· Αληθώς Θεού Υιός είσαι. | |
Matt | GreVamva | 14:35 | Και γνωρίσαντες αυτόν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου, απέστειλαν εις όλην την περίχωρον εκείνην και έφεραν προς αυτόν πάντας τους πάσχοντας, | |
Chapter 15
Matt | GreVamva | 15:1 | Τότε προσέρχονται προς τον Ιησούν οι από Ιεροσολύμων γραμματείς και Φαρισαίοι, λέγοντες· | |
Matt | GreVamva | 15:2 | Διά τι οι μαθηταί σου παραβαίνουσιν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων; διότι δεν νίπτονται τας χείρας αυτών όταν τρώγωσιν άρτον. | |
Matt | GreVamva | 15:3 | Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Διά τι και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού διά την παράδοσίν σας; | |
Matt | GreVamva | 15:4 | Διότι ο Θεός προσέταξε, λέγων· Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα· και, Ο κακολογών πατέρα ή μητέρα εξάπαντος να θανατόνηται· | |
Matt | GreVamva | 15:5 | σεις όμως λέγετε· Όστις είπη προς τον πατέρα ή προς την μητέρα, Δώρον είναι ό,τι ήθελες ωφεληθή εξ εμού, αρκεί, και δύναται να μη τιμήση τον πατέρα αυτού ή την μητέρα αυτού· | |
Matt | GreVamva | 15:8 | Ο λαός ούτος με πλησιάζει με το στόμα αυτών και με τα χείλη με τιμά, η δε καρδία αυτών μακράν απέχει απ' εμού. | |
Matt | GreVamva | 15:11 | Δεν μολύνει τον άνθρωπον το εισερχόμενον εις το στόμα, αλλά το εξερχόμενον εκ του στόματος τούτο μολύνει τον άνθρωπον. | |
Matt | GreVamva | 15:12 | Τότε προσελθόντες οι μαθηταί αυτού, είπον προς αυτόν· Εξεύρεις ότι οι Φαρισαίοι ακούσαντες τον λόγον τούτον εσκανδαλίσθησαν; | |
Matt | GreVamva | 15:13 | Ο δε αποκριθείς είπε· Πάσα φυτεία, την οποίαν δεν εφύτευσεν ο Πατήρ μου ο ουράνιος, θέλει εκριζωθή. | |
Matt | GreVamva | 15:14 | Αφήσατε αυτούς· είναι οδηγοί τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον θέλουσι πέσει. | |
Matt | GreVamva | 15:17 | Δεν εννοείτε έτι ότι παν το εισερχόμενον εις το στόμα καταβαίνει εις την κοιλίαν και εκβάλλεται εις αφεδρώνα; | |
Matt | GreVamva | 15:18 | Τα δε εξερχόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίας εξέρχονται, και εκείνα μολύνουσι τον άνθρωπον. | |
Matt | GreVamva | 15:19 | Διότι εκ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. | |
Matt | GreVamva | 15:20 | Ταύτα είναι τα μολύνοντα τον άνθρωπον· το δε να φάγη τις με ανίπτους χείρας δεν μολύνει τον άνθρωπον. | |
Matt | GreVamva | 15:22 | Και ιδού, γυνή Χαναναία, εξελθούσα από των ορίων εκείνων, εκραύγασε προς αυτόν λέγουσα· Ελέησόν με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. | |
Matt | GreVamva | 15:23 | Ο δε δεν απεκρίθη προς αυτήν λόγον. Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού, παρεκάλουν αυτόν, λέγοντες· Απόλυσον αυτήν, διότι κράζει όπισθεν ημών. | |
Matt | GreVamva | 15:24 | Ο δε αποκριθείς είπε· Δεν απεστάλην ειμή εις τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ. | |
Matt | GreVamva | 15:26 | Ο δε αποκριθείς είπε· Δεν είναι καλόν να λάβη τις τον άρτον των τέκνων και να ρίψη εις τα κυνάρια. | |
Matt | GreVamva | 15:27 | Η δε είπε· Ναι, Κύριε· αλλά και τα κυνάρια τρώγουσιν από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. | |
Matt | GreVamva | 15:28 | Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτήν· Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· ας γείνη εις σε ως θέλεις. Και ιατρεύθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης. | |
Matt | GreVamva | 15:29 | Και μεταβάς εκείθεν ο Ιησούς, ήλθε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας, και αναβάς εις το όρος εκάθητο εκεί. | |
Matt | GreVamva | 15:30 | Και ήλθον προς αυτόν όχλοι πολλοί έχοντες μεθ' εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κουλλούς και άλλους πολλούς· και έρριψαν αυτούς εις τους πόδας του Ιησού, και εθεράπευσεν αυτούς· | |
Matt | GreVamva | 15:31 | ώστε οι όχλοι εθαύμασαν βλέποντες κωφούς λαλούντας, κουλλούς υγιείς, χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας· και εδόξασαν τον Θεόν του Ισραήλ. | |
Matt | GreVamva | 15:32 | Ο δε Ιησούς, προσκαλέσας τους μαθητάς αυτού, είπε· Σπλαγχνίζομαι διά τον όχλον, διότι τρεις ήδη ημέρας μένουσι πλησίον μου και δεν έχουσι τι να φάγωσι· και να απολύσω αυτούς νήστεις δεν θέλω, μήποτε αποκάμωσι καθ' οδόν. | |
Matt | GreVamva | 15:33 | Και λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί αυτού· Πόθεν εις ημάς εν τη ερημία άρτοι τόσοι, ώστε να χορτάσωμεν τόσον όχλον; | |
Matt | GreVamva | 15:34 | Και λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Πόσους άρτους έχετε; οι δε είπον· Επτά, και ολίγα οψαράκια. | |
Matt | GreVamva | 15:36 | Και λαβών τους επτά άρτους και τα οψάρια, αφού ευχαρίστησεν, έκοψε και έδωκεν εις τους μαθητάς αυτού, οι δε μαθηταί εις τον όχλον. | |
Matt | GreVamva | 15:37 | Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και εσήκωσαν το περίσσευμα των κλασμάτων επτά σπυρίδας πλήρεις· | |
Chapter 16
Matt | GreVamva | 16:1 | Και προσελθόντες οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, πειράζοντες αυτόν εζήτησαν να δείξη εις αυτούς σημείον εκ του ουρανού. | |
Matt | GreVamva | 16:2 | Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Όταν γείνη εσπέρα, λέγετε· Καλωσύνη· διότι κοκκινίζει ο ουρανός· | |
Matt | GreVamva | 16:3 | και το πρωΐ· Σήμερον χειμών· διότι κοκκινίζει σκυθρωπάζων ο ουρανός. Υποκριταί, το μεν πρόσωπον του ουρανού εξεύρετε να διακρίνητε, τα δε σημεία των καιρών δεν δύνασθε; | |
Matt | GreVamva | 16:4 | Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον ζητεί, και σημείον δεν θέλει δοθή εις αυτήν ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου. Και αφήσας αυτούς ανεχώρησε. | |
Matt | GreVamva | 16:6 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Βλέπετε και προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων. | |
Matt | GreVamva | 16:8 | Νοήσας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Τι διαλογίζεσθε εν εαυτοίς, ολιγόπιστοι, ότι άρτους δεν ελάβετε; | |
Matt | GreVamva | 16:9 | έτι δεν καταλαμβάνετε, ουδέ ενθυμείσθε τους πέντε άρτους των πεντακισχιλίων και πόσους κοφίνους ελάβετε; | |
Matt | GreVamva | 16:11 | πως δεν καταλαμβάνετε ότι περί άρτου δεν σας είπον να προσέχητε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων; | |
Matt | GreVamva | 16:12 | Τότε ενόησαν, ότι δεν είπε να προσέχωσιν από της ζύμης του άρτου, αλλ' από της διδαχής των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων. | |
Matt | GreVamva | 16:13 | Ότε δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου, ηρώτα τους μαθητάς αυτού, λέγων· Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ ο Υιός του ανθρώπου; | |
Matt | GreVamva | 16:14 | Οι δε είπον· Άλλοι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν και άλλοι Ιερεμίαν ή ένα των προφητών. | |
Matt | GreVamva | 16:16 | Και αποκριθείς ο Σίμων Πέτρος είπε· Συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. | |
Matt | GreVamva | 16:17 | Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Μακάριος είσαι, Σίμων, υιέ του Ιωνά, διότι σαρξ και αίμα δεν σοι απεκάλυψε τούτο, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 16:18 | Και εγώ δε σοι λέγω ότι συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής. | |
Matt | GreVamva | 16:19 | Και θέλω σοι δώσει τα κλειδία της βασιλείας των ουρανών, και ό,τι εάν δέσης επί της γης, θέλει είσθαι δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό,τι εάν λύσης επί της γης, θέλει είσθαι λελυμένον εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 16:20 | Τότε παρήγγειλεν εις τους μαθητάς αυτού να μη είπωσι προς μηδένα ότι αυτός είναι Ιησούς ο Χριστός. | |
Matt | GreVamva | 16:21 | Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να δεικνύη εις τους μαθητάς αυτού ότι πρέπει να υπάγη εις Ιεροσόλυμα και να πάθη πολλά από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και να θανατωθή, και την τρίτην ημέραν να αναστηθή. | |
Matt | GreVamva | 16:22 | Και παραλαβών αυτόν ο Πέτρος κατ' ιδίαν ήρχισε να επιτιμά αυτόν, λέγων· Γενού ίλεως εις σεαυτόν, Κύριε· δεν θέλει γείνει τούτο εις σε. | |
Matt | GreVamva | 16:23 | Εκείνος δε στραφείς είπε προς τον Πέτρον· Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· σκάνδαλόν μου είσαι· διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων. | |
Matt | GreVamva | 16:24 | Τότε ο Ιησούς είπε προς τους μαθητάς αυτού· Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού και ας με ακολουθή. | |
Matt | GreVamva | 16:25 | Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, θέλει ευρεί αυτήν. | |
Matt | GreVamva | 16:26 | Επειδή τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι θέλει δώσει άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής αυτού; | |
Matt | GreVamva | 16:27 | Διότι μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε θέλει αποδώσει εις έκαστον κατά την πράξιν αυτού. | |
Chapter 17
Matt | GreVamva | 17:1 | Και μεθ' ημέρας εξ παραλαμβάνει Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αναβιβάζει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ' ιδίαν· | |
Matt | GreVamva | 17:2 | και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού έγειναν λευκά ως το φως. | |
Matt | GreVamva | 17:4 | Αποκριθείς δε ο Πέτρος είπε προς τον Ιησούν· Κύριε, καλόν είναι να ήμεθα εδώ· εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, διά σε μίαν και διά τον Μωϋσήν μίαν και μίαν διά τον Ηλίαν. | |
Matt | GreVamva | 17:5 | Ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού, φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην· αυτού ακούετε. | |
Matt | GreVamva | 17:9 | Και ενώ κατέβαινον από του όρους, παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς, λέγων· Μη είπητε προς μηδένα το όραμα, εωσού ο Υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών. | |
Matt | GreVamva | 17:10 | Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες· Διά τι λοιπόν λέγουσιν οι γραμματείς ότι πρέπει να έλθη ο Ηλίας πρώτον; | |
Matt | GreVamva | 17:11 | Ο δε Ιησούς αποκριθείς είπε προς αυτούς· Ο Ηλίας μεν έρχεται πρώτον και θέλει αποκαταστήσει πάντα· | |
Matt | GreVamva | 17:12 | σας λέγω όμως ότι ήλθεν ήδη ο Ηλίας, και δεν εγνώρισαν αυτόν, αλλ' έπραξαν εις αυτόν όσα ηθέλησαν· ούτω και ο Υιός του ανθρώπου μέλλει να πάθη υπ' αυτών. | |
Matt | GreVamva | 17:14 | Και ότε ήλθον προς τον όχλον, επλησίασεν εις αυτόν άνθρωπός τις γονυπετών εις αυτόν και λέγων· | |
Matt | GreVamva | 17:15 | Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, διότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· διότι πολλάκις πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ. | |
Matt | GreVamva | 17:16 | Και έφερα αυτόν προς τους μαθητάς σου, αλλά δεν ηδυνήθησαν να θεραπεύσωσιν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 17:17 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε θέλω είσθαι μεθ' υμών; έως πότε θέλω υποφέρει υμάς; φέρετέ μοι αυτόν εδώ. | |
Matt | GreVamva | 17:18 | Και επετίμησεν αυτόν ο Ιησούς, και εξήλθεν απ' αυτού το δαιμόνιον και εθεραπεύθη το παιδίον από της ώρας εκείνης. | |
Matt | GreVamva | 17:19 | Τότε προσελθόντες οι μαθηταί προς τον Ιησούν κατ' ιδίαν, είπον· Διά τι ημείς δεν ηδυνήθημεν να εκβάλωμεν αυτό; | |
Matt | GreVamva | 17:20 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Διά την απιστίαν σας. Διότι αληθώς σας λέγω, Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί προς το όρος τούτο, Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή· και δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς. | |
Matt | GreVamva | 17:22 | Και ενώ διέτριβον εν τη Γαλιλαία, είπε προς αυτούς ο Ιησούς· Μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας ανθρώπων· | |
Matt | GreVamva | 17:23 | και θέλουσι θανατώσει αυτόν, και την τρίτην ημέραν θέλει αναστηθή. Και ελυπήθησαν σφόδρα. | |
Matt | GreVamva | 17:24 | Ότε δε ήλθον εις την Καπερναούμ, προσήλθον προς τον Πέτρον οι λαμβάνοντες τα δίδραχμα και είπον· Ο διδάσκαλός σας δεν πληρόνει τα δίδραχμα; | |
Matt | GreVamva | 17:25 | Λέγει, Ναι. Και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, προέλαβεν αυτόν ο Ιησούς λέγων· Τι σοι φαίνεται, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι φόρους ή δασμόν; από των υιών αυτών ή από των ξένων; | |
Matt | GreVamva | 17:26 | Λέγει προς αυτόν ο Πέτρος· Από των ξένων. Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Άρα ελεύθεροι είναι οι υιοί. | |
Chapter 18
Matt | GreVamva | 18:1 | Εν εκείνη τη ώρα ήλθον οι μαθηταί προς τον Ιησούν, λέγοντες· Τις άρα είναι μεγαλήτερος εν τη βασιλεία των ουρανών; | |
Matt | GreVamva | 18:3 | και είπεν· Αληθώς σας λέγω, εάν δεν επιστρέψητε και γείνητε ως τα παιδία, δεν θέλετε εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 18:4 | Όστις λοιπόν ταπεινώση εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος είναι ο μεγαλήτερος εν τη βασιλεία των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 18:6 | όστις όμως σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει εις αυτόν να κρεμασθή μύλου πέτρα επί τον τράχηλον αυτού και να καταποντισθή εις το πέλαγος της θαλάσσης. | |
Matt | GreVamva | 18:7 | Ουαί εις τον κόσμον διά τα σκάνδαλα· διότι είναι ανάγκη να έλθωσι τα σκάνδαλα· πλην ουαί εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου το σκάνδαλον έρχεται. | |
Matt | GreVamva | 18:8 | Και εάν η χειρ σου ή ο πους σου σε σκανδαλίζη, έκκοψον αυτό και ρίψον από σού· καλήτερον σοι είναι να εισέλθης εις την ζωήν χωλός ή κουλλός, παρά έχων δύο χείρας ή δύο πόδας να ριφθής εις το πυρ το αιώνιον. | |
Matt | GreVamva | 18:9 | Και εάν ο οφθαλμός σου σε σκανδαλίζη, έκβαλε αυτόν και ρίψον από σού· καλήτερον σοι είναι μονόφθαλμος να εισέλθης εις την ζωήν, παρά έχων δύο οφθαλμούς να ριφθής εις την γέενναν του πυρός. | |
Matt | GreVamva | 18:10 | Προσέχετε μη καταφρονήσητε ένα των μικρών τούτων· διότι σας λέγω ότι οι άγγελοι αυτών εν τοις ουρανοίς διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 18:12 | Τι σας φαίνεται; εάν άνθρωπός τις έχη εκατόν πρόβατα και πλανηθή εν εξ αυτών, δεν αφίνει τα ενενήκοντα εννέα και υπάγων επί τα όρη, ζητεί το πλανώμενον; | |
Matt | GreVamva | 18:13 | Και εάν συμβή να εύρη αυτό, αληθώς σας λέγω ότι χαίρει δι' αυτό μάλλον παρά διά τα ενενήκοντα εννέα τα μη πεπλανημένα. | |
Matt | GreVamva | 18:14 | Ούτω δεν είναι θέλημα έμπροσθεν του Πατρός σας του εν ουρανοίς να απολεσθή εις των μικρών τούτων. | |
Matt | GreVamva | 18:15 | Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου· | |
Matt | GreVamva | 18:16 | εάν όμως δεν ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, διά να βεβαιωθή πας λόγος επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών. | |
Matt | GreVamva | 18:17 | Και εάν παρακούση αυτών, ειπέ τούτο προς την εκκλησίαν· αλλ' εάν και της εκκλησίας παρακούση, ας είναι εις σε ως ο εθνικός και ο τελώνης. | |
Matt | GreVamva | 18:18 | Αληθώς σας λέγω, Όσα εάν δέσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι λελυμένα εν τω ουρανώ. | |
Matt | GreVamva | 18:19 | Πάλιν σας λέγω ότι εάν δύο από σας συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος, περί του οποίου ήθελον κάμει αίτησιν, θέλει γείνει εις αυτούς παρά του Πατρός μου του εν ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 18:20 | Διότι όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά μου, εκεί είμαι εγώ εν τω μέσω αυτών. | |
Matt | GreVamva | 18:21 | Τότε προσελθών προς αυτόν ο Πέτρος, είπε· Κύριε, ποσάκις αν αμαρτήση εις εμέ ο αδελφός μου και θέλω συγχωρήσει αυτόν; έως επτάκις; | |
Matt | GreVamva | 18:22 | Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Δεν σοι λέγω έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά. | |
Matt | GreVamva | 18:23 | Διά τούτο η βασιλεία των ουρανών ωμοιώθη με άνθρωπον βασιλέα, όστις ηθέλησε να θεωρήση λογαριασμόν μετά των δούλων αυτού. | |
Matt | GreVamva | 18:25 | Και επειδή δεν είχε να αποδώση, προσέταξεν ο κύριος αυτού να πωληθή αυτός και η γυνή αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και να αποδοθή το οφειλόμενον. | |
Matt | GreVamva | 18:26 | Πεσών λοιπόν ο δούλος προσεκύνει αυτόν, λέγων· Κύριε, μακροθύμησον εις εμέ, και πάντα θέλω σοι αποδώσει. | |
Matt | GreVamva | 18:27 | Σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου, απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν εις αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 18:28 | Αφού όμως εξήλθεν ο δούλος εκείνος, εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, όστις εχρεώστει εις αυτόν εκατόν δηνάρια, και πιάσας αυτόν έπνιγε, λέγων· Απόδος μοι ό,τι χρεωστείς. | |
Matt | GreVamva | 18:29 | Πεσών λοιπόν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· Μακροθύμησον εις εμέ, και πάντα θέλω σοι αποδώσει. | |
Matt | GreVamva | 18:30 | Εκείνος όμως δεν ήθελεν, αλλ' απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, εωσού αποδώση το οφειλόμενον. | |
Matt | GreVamva | 18:31 | Ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα, ελυπήθησαν σφόδρα και ελθόντες εφανέρωσαν προς τον κύριον αυτών πάντα τα γενόμενα. | |
Matt | GreVamva | 18:32 | Τότε προσκαλέσας αυτόν ο κύριος αυτού, λέγει προς αυτόν· Δούλε πονηρέ, παν το χρέος εκείνο σοι αφήκα, επειδή με παρεκάλεσας· | |
Matt | GreVamva | 18:34 | Και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν εις τους βασανιστάς, εωσού αποδώση παν το οφειλόμενον εις αυτόν. | |
Chapter 19
Matt | GreVamva | 19:1 | Και ότε ετελείωσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους, ανεχώρησεν από της Γαλιλαίας και ήλθεν εις τα όρια της Ιουδαίας πέραν του Ιορδάνου. | |
Matt | GreVamva | 19:3 | Και ήλθον προς αυτόν οι Φαρισαίοι, πειράζοντες αυτόν και λέγοντες προς αυτόν· Συγχωρείται εις τον άνθρωπον να χωρισθή την γυναίκα αυτού διά πάσαν αιτίαν; | |
Matt | GreVamva | 19:4 | Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Δεν ανεγνώσατε ότι ο πλάσας απ' αρχής άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς | |
Matt | GreVamva | 19:5 | και είπεν, Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν; | |
Matt | GreVamva | 19:6 | Ώστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη. | |
Matt | GreVamva | 19:7 | Λέγουσι προς αυτόν· Διά τι λοιπόν ο Μωϋσής προσέταξε να δώση έγγραφον διαζυγίου και να χωρισθή αυτήν; | |
Matt | GreVamva | 19:8 | Λέγει προς αυτούς· Διότι ο Μωϋσής διά την σκληροκαρδίαν σας συνεχώρησεν εις εσάς να χωρίζησθε τας γυναίκάς σας· απ' αρχής όμως δεν έγεινεν ούτω. | |
Matt | GreVamva | 19:9 | Σας λέγω δε ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού εκτός διά πορνείαν και νυμφευθή άλλην, γίνεται μοιχός· και όστις νυμφευθή γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός. | |
Matt | GreVamva | 19:10 | Λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί αυτού· Εάν ούτως έχη η υποχρέωσις του ανδρός προς την γυναίκα, δεν συμφέρει να νυμφευθή. | |
Matt | GreVamva | 19:11 | Ο δε είπε προς αυτούς· Δεν δύνανται πάντες να δεχθώσι τον λόγον τούτον, αλλ' εις όσους είναι δεδομένον. | |
Matt | GreVamva | 19:12 | Διότι είναι ευνούχοι, οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω, και είναι ευνούχοι, οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και είναι ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ουρανών. Όστις δύναται να δεχθή τούτο, ας δεχθή. | |
Matt | GreVamva | 19:13 | Τότε εφέρθησαν προς αυτόν παιδία, διά να επιθέση τας χείρας επ' αυτά και να ευχηθή· οι δε μαθηταί επέπληξαν αυτά. | |
Matt | GreVamva | 19:14 | Πλην ο Ιησούς είπεν· Αφήσατε τα παιδία και μη εμποδίζετε αυτά να έλθωσι προς εμέ· διότι των τοιούτων είναι η βασιλεία των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 19:16 | Και ιδού, προσελθών τις είπε προς αυτόν· Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλόν να πράξω διά να έχω ζωήν αιώνιον; | |
Matt | GreVamva | 19:17 | Ο δε είπε προς αυτόν· Τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ειμή εις, ο Θεός. Αλλ' εάν θέλης να εισέλθης εις την ζωήν, φύλαξον τας εντολάς. | |
Matt | GreVamva | 19:18 | Λέγει προς αυτόν· Ποίας; Και ο Ιησούς είπε· Το μη φονεύσης, μη μοιχεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, | |
Matt | GreVamva | 19:19 | τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα, και θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. | |
Matt | GreVamva | 19:20 | Λέγει προς αυτόν ο νεανίσκος· Πάντα ταύτα εφύλαξα εκ νεότητός μου· τι μοι λείπει έτι; | |
Matt | GreVamva | 19:21 | Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Εάν θέλης να ήσαι τέλειος, ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος εις πτωχούς, και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ, και ελθέ, ακολούθει μοι. | |
Matt | GreVamva | 19:22 | Ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον, ανεχώρησε λυπούμενος· διότι είχε κτήματα πολλά. | |
Matt | GreVamva | 19:23 | Και ο Ιησούς είπε προς τους μαθητάς αυτού· Αληθώς σας λέγω ότι δυσκόλως θέλει εισέλθει πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Matt | GreVamva | 19:24 | Και πάλιν σας λέγω, Ευκολώτερον είναι να περάση κάμηλος διά τρυπήματος βελόνης παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού. | |
Matt | GreVamva | 19:25 | Ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήττοντο σφόδρα, λέγοντες· Τις λοιπόν δύναται να σωθή; | |
Matt | GreVamva | 19:26 | Εμβλέψας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον είναι, παρά τω Θεώ όμως τα πάντα είναι δυνατά. | |
Matt | GreVamva | 19:27 | Τότε αποκριθείς ο Πέτρος, είπε προς αυτόν· Ιδού, ημείς αφήκαμεν πάντα και σοι ηκολουθήσαμεν· τι λοιπόν θέλει είσθαι εις ημάς; | |
Matt | GreVamva | 19:28 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω ότι σεις οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθήση ο Υιός του ανθρώπου επί του θρόνου της δόξης αυτού, θέλετε καθήσει και σεις επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. | |
Matt | GreVamva | 19:29 | Και πας όστις αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει. | |
Chapter 20
Matt | GreVamva | 20:1 | Διότι η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με άνθρωπον οικοδεσπότην, όστις εξήλθεν άμα τω πρωΐ διά να μισθώση εργάτας διά τον αμπελώνα αυτού. | |
Matt | GreVamva | 20:2 | Αφού δε συνεφώνησε μετά των εργατών προς εν δηνάριον την ημέραν, απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού. | |
Matt | GreVamva | 20:4 | και προς εκείνους είπεν· Υπάγετε και σεις εις τον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιον θέλω σας δώσει. Και εκείνοι υπήγον. | |
Matt | GreVamva | 20:6 | Περί δε την ενδεκάτην ώραν εξελθών εύρεν άλλους ισταμένους αργούς, και λέγει προς αυτούς· Διά τι ίστασθε εδώ όλην την ημέραν αργοί; | |
Matt | GreVamva | 20:7 | Λέγουσι προς αυτόν· Διότι ουδείς εμίσθωσεν ημάς. Λέγει προς αυτούς· Υπάγετε και σεις εις τον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιον θέλετε λάβει. | |
Matt | GreVamva | 20:8 | Αφού δε έγεινεν εσπέρα, λέγει ο κύριος του αμπελώνος προς τον επίτροπον αυτού· Κάλεσον τους εργάτας και απόδος εις αυτούς τον μισθόν, αρχίσας από των εσχάτων έως των πρώτων. | |
Matt | GreVamva | 20:10 | Ελθόντες δε οι πρώτοι, ενόμισαν ότι θέλουσι λάβει πλειότερα, έλαβον όμως και αυτοί ανά εν δηνάριον. | |
Matt | GreVamva | 20:12 | λέγοντες ότι, Ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν έκαμον, και έκαμες αυτούς ίσους με ημάς, οίτινες εβαστάσαμεν το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα. | |
Matt | GreVamva | 20:13 | Ο δε αποκριθείς είπε προς ένα εξ αυτών· Φίλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησας εν δηνάριον μετ' εμού; | |
Matt | GreVamva | 20:15 | Η δεν έχω την εξουσίαν να κάμω ό,τι θέλω εις τα εμά; ή ο οφθαλμός σου είναι πονηρός διότι εγώ είμαι αγαθός; | |
Matt | GreVamva | 20:16 | Ούτω θέλουσιν είσθαι οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι· διότι πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί. | |
Matt | GreVamva | 20:17 | Και αναβαίνων ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, παρέλαβε τους δώδεκα μαθητάς κατ' ιδίαν εν τη οδώ και είπε προς αυτούς. | |
Matt | GreVamva | 20:18 | Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει παραδοθή εις τους αρχιερείς και γραμματείς και θέλουσι καταδικάσει αυτόν εις θάνατον, | |
Matt | GreVamva | 20:19 | και θέλουσι παραδώσει αυτόν εις τα έθνη διά να εμπαίξωσι και μαστιγώσωσι και σταυρώσωσι, και τη τρίτη ημέρα θέλει αναστηθή. | |
Matt | GreVamva | 20:20 | Τότε προσήλθε προς αυτόν η μήτηρ των υιών του Ζεβεδαίου μετά των υιών αυτής, προσκυνούσα και ζητούσα τι παρ' αυτού. | |
Matt | GreVamva | 20:21 | Ο δε είπε προς αυτήν· Τι θέλεις; Λέγει προς αυτόν· Ειπέ να καθήσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ αριστερών εν τη βασιλεία σου. | |
Matt | GreVamva | 20:22 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε· Δεν εξεύρετε τι ζητείτε. Δύνασθε να πίητε το ποτήριον, το οποίον εγώ μέλλω να πίω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα, το οποίον εγώ βαπτίζομαι; Λέγουσι προς αυτόν· Δυνάμεθα. | |
Matt | GreVamva | 20:23 | Και λέγει προς αυτούς· το μεν ποτήριόν μου θέλετε πίει; και το βάπτισμα το οποίον εγώ βαπτίζομαι θέλετε βαπτισθή· το να καθήσητε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εμού να δώσω, ειμή εις όσους είναι ητοιμασμένον υπό του Πατρός μου. | |
Matt | GreVamva | 20:25 | Ο δε Ιησούς προσκαλέσας αυτούς, είπεν· Εξεύρετε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτά και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτά. | |
Matt | GreVamva | 20:26 | Ούτως όμως δεν θέλει είσθαι εν υμίν, αλλ' όστις θέλει να γείνη μέγας εν υμίν, ας ήναι υπηρέτης υμών, | |
Matt | GreVamva | 20:28 | καθώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε διά να υπηρετηθή, αλλά διά να υπηρετήση και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών. | |
Matt | GreVamva | 20:30 | Και ιδού, δύο τυφλοί καθήμενοι παρά την οδόν, ακούσαντες ότι ο Ιησούς διαβαίνει, έκραξαν λέγοντες· Ελέησον ημάς, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. | |
Matt | GreVamva | 20:31 | Ο δε όχλος επέπληξεν αυτούς διά να σιωπήσωσιν· αλλ' εκείνοι έκραζον δυνατώτερα, λέγοντες· Ελέησον ημάς, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. | |
Chapter 21
Matt | GreVamva | 21:1 | Και ότε επλησίασαν εις Ιεροσόλυμα και ήλθον εις Βηθφαγή προς το όρος των ελαιών, τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο μαθητάς, | |
Matt | GreVamva | 21:2 | λέγων προς αυτούς· Υπάγετε εις την κώμην την απέναντι υμών, και ευθύς θέλετε ευρεί όνον δεδεμένην και πωλάριον μετ' αυτής· λύσατε και φέρετέ μοι. | |
Matt | GreVamva | 21:3 | Και εάν τις σας είπη τι, θέλετε ειπεί ότι ο Κύριος έχει χρείαν αυτών· και ευθύς θέλει αποστείλει αυτά. | |
Matt | GreVamva | 21:5 | Είπατε προς την θυγατέρα Σιών, Ιδού, ο βασιλεύς σου έρχεται προς σε πραΰς και καθήμενος επί όνου και πώλου υιού υποζυγίου. | |
Matt | GreVamva | 21:7 | έφεραν την όνον και το πωλάριον, και έβαλον επάνω αυτών τα ιμάτια αυτών και επεκάθισαν αυτόν επάνω αυτών. | |
Matt | GreVamva | 21:8 | Ο δε περισσότερος όχλος έστρωσαν τα ιμάτια εαυτών εις την οδόν, άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων και έστρωνον εις την οδόν. | |
Matt | GreVamva | 21:9 | Οι δε όχλοι οι προπορευόμενοι και οι ακολουθούντες έκραζον, λέγοντες· Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· Ωσαννά εν τοις υψίστοις. | |
Matt | GreVamva | 21:10 | Και ότε εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα, εσείσθη πάσα η πόλις, λέγουσα· Τις είναι ούτος; | |
Matt | GreVamva | 21:12 | Και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του Θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ, και τας τραπέζας των αργυραμοιβών ανέτρεψε και τα καθίσματα των πωλούντων τας περιστεράς, | |
Matt | GreVamva | 21:13 | και λέγει προς αυτούς· Είναι γεγραμμένον, Ο οίκός μου οίκος προσευχής θέλει ονομάζεσθαι, σεις δε εκάμετε αυτόν σπήλαιον ληστών. | |
Matt | GreVamva | 21:15 | Ιδόντες δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια, τα οποία έκαμε, και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας, Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ, ηγανάκτησαν | |
Matt | GreVamva | 21:16 | και είπον προς αυτόν· Ακούεις τι λέγουσιν ούτοι; Ο δε Ιησούς λέγει προς αυτούς· Ναί· ποτέ δεν ανεγνώσατε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων ητοίμασας αίνεσιν; | |
Matt | GreVamva | 21:19 | και ιδών μίαν συκήν επί της οδού, ήλθε προς αυτήν και ουδέν ηύρεν επ' αυτήν ειμή φύλλα μόνον, και λέγει προς αυτήν· Να μη γείνη πλέον από σου καρπός εις τον αιώνα. Και παρευθύς εξηράνθη η συκή. | |
Matt | GreVamva | 21:21 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω, εάν έχητε πίστιν και δεν διστάσητε, ουχί μόνον το της συκής θέλετε κάμει, αλλά και εις το όρος τούτο αν είπητε, Σηκώθητι και ρίφθητι εις την θάλασσαν, θέλει γείνει· | |
Matt | GreVamva | 21:23 | Και ότε ήλθεν εις το ιερόν, προσήλθον προς αυτόν, ενώ εδίδασκεν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, λέγοντες· Εν ποία εξουσία πράττεις ταύτα, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην; | |
Matt | GreVamva | 21:24 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Θέλω σας ερωτήσει και εγώ ένα λόγον, τον οποίον εάν μοι είπητε, και εγώ θέλω σας ειπεί εν ποία εξουσία πράττω ταύτα· | |
Matt | GreVamva | 21:25 | το βάπτισμα του Ιωάννου πόθεν ήτο, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; Και εκείνοι διελογίζοντο καθ' εαυτούς λέγοντες· Εάν είπωμεν, Εξ ουρανού, θέλει ειπεί προς ημάς, Διά τι λοιπόν δεν επιστεύσατε εις αυτόν· | |
Matt | GreVamva | 21:26 | εάν δε είπωμεν, Εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· διότι πάντες έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. | |
Matt | GreVamva | 21:27 | Και αποκριθέντες προς τον Ιησούν, είπον· Δεν εξεύρομεν. Είπε προς αυτούς και αυτός· Ουδέ εγώ λέγω προς υμάς εν ποία εξουσία πράττω ταύτα. | |
Matt | GreVamva | 21:28 | Αλλά τι σας φαίνεται; Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και ελθών προς τον πρώτον είπε· Τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνι μου. | |
Matt | GreVamva | 21:30 | Και ελθών προς τον δεύτερον είπεν ωσαύτως. Και εκείνος αποκριθείς είπεν· Εγώ υπάγω, κύριε· και δεν υπήγε. | |
Matt | GreVamva | 21:31 | Τις εκ των δύο έκαμε το θέλημα του πατρός; Λέγουσι προς αυτόν· Ο πρώτος. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Αληθώς σας λέγω ότι οι τελώναι και αι πόρναι υπάγουσι πρότερον υμών εις την βασιλείαν του Θεού. | |
Matt | GreVamva | 21:32 | Διότι ήλθε προς υμάς ο Ιωάννης εν οδώ δικαιοσύνης, και δεν επιστεύσατε εις αυτόν· οι τελώναι όμως και αι πόρναι επίστευσαν εις αυτόν· σεις δε ιδόντες δεν μετεμελήθητε ύστερον, ώστε να πιστεύσητε εις αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 21:33 | Άλλην παραβολήν ακούσατε. Ήτο άνθρωπός τις οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα και περιέβαλεν εις αυτόν φραγμόν και έσκαψεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον, και εμίσθωσεν αυτόν εις γεωργούς και απεδήμησεν. | |
Matt | GreVamva | 21:34 | Ότε δε επλησίασεν ο καιρός των καρπών, απέστειλε τους δούλους αυτού προς τους γεωργούς διά να λάβωσι τους καρπούς αυτού. | |
Matt | GreVamva | 21:35 | Και πιάσαντες οι γεωργοί τους δούλους αυτού, άλλον μεν έδειραν, άλλον δε εφόνευσαν, άλλον δε ελιθοβόλησαν. | |
Matt | GreVamva | 21:36 | Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλειοτέρους των πρώτων, και έκαμον εις αυτούς ωσαύτως. | |
Matt | GreVamva | 21:37 | Ύστερον δε απέστειλε προς αυτούς τον υιόν αυτού λέγων· Θέλουσιν εντραπή τον υιόν μου. | |
Matt | GreVamva | 21:38 | Αλλ' οι γεωργοί, ιδόντες τον υιόν, είπον προς αλλήλους· Ούτος είναι ο κληρονόμος· έλθετε, ας φονεύσωμεν αυτόν και ας κατακρατήσωμεν την κληρονομίαν αυτού. | |
Matt | GreVamva | 21:40 | Όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι θέλει κάμει εις τους γεωργούς εκείνους; | |
Matt | GreVamva | 21:41 | Λέγουσι προς αυτόν· Κακούς κακώς θέλει απολέσει αυτούς, και τον αμπελώνα θέλει μισθώσει εις άλλους γεωργούς, οίτινες θέλουσιν αποδώσει εις αυτόν τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών. | |
Matt | GreVamva | 21:42 | Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Ποτέ δεν ανεγνώσατε εν ταις γραφαίς, Ο λίθος, τον οποίον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος έγεινε κεφαλή γωνίας· παρά Κυρίου έγεινεν αύτη και είναι θαυμαστή εν οφθαλμοίς υμών; | |
Matt | GreVamva | 21:43 | Διά τούτο λέγω προς υμάς ότι θέλει αφαιρεθή αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και θέλει δοθή εις έθνος κάμνον τους καρπούς αυτής· | |
Matt | GreVamva | 21:44 | και όστις πέση επί τον λίθον τούτον θέλει συντριφθή· εις όντινα δε επιπέση, θέλει κατασυντρίψει αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 21:45 | Και ακούσαντες οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τας παραβολάς αυτού, ενόησαν ότι περί αυτών λέγει· | |
Chapter 22
Matt | GreVamva | 22:2 | Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον βασιλέα, όστις έκαμε γάμους εις τον υιόν αυτού· | |
Matt | GreVamva | 22:3 | και απέστειλε τους δούλους αυτού να καλέσωσι τους προσκεκλημένους εις τους γάμους, και δεν ήθελον να έλθωσι. | |
Matt | GreVamva | 22:4 | Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους, λέγων· Είπατε προς τους προσκεκλημένους· Ιδού, το γεύμα μου ητοίμασα, οι ταύροι μου και τα θρεπτά είναι εσφαγμένα και πάντα είναι έτοιμα· έλθετε εις τους γάμους. | |
Matt | GreVamva | 22:5 | Εκείνοι όμως αμελήσαντες απήλθον, ο μεν εις τον αγρόν αυτού, ο δε εις το εμπόριον αυτού· | |
Matt | GreVamva | 22:7 | Ακούσας δε ο βασιλεύς ωργίσθη, και πέμψας τα στρατεύματα αυτού απώλεσε τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών κατέκαυσε. | |
Matt | GreVamva | 22:8 | Τότε λέγει προς τους δούλους αυτού· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, οι δε προσκεκλημένοι δεν ήσαν άξιοι· | |
Matt | GreVamva | 22:9 | υπάγετε λοιπόν εις τας διεξόδους των οδών, και όσους αν εύρητε καλέσατε εις τους γάμους. | |
Matt | GreVamva | 22:10 | Και εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τας οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον, κακούς τε και καλούς· και εγεμίσθη ο γάμος από ανακεκλιμένων. | |
Matt | GreVamva | 22:11 | Εισελθών δε ο βασιλεύς διά να θεωρήση τους ανακεκλιμένους, είδεν εκεί άνθρωπον μη ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, | |
Matt | GreVamva | 22:12 | και λέγει προς αυτόν· Φίλε, πως εισήλθες ενταύθα μη έχων ένδυμα γάμου; Ο δε απεστομώθη. | |
Matt | GreVamva | 22:13 | Τότε είπεν ο βασιλεύς προς τους υπηρέτας· Δέσαντες αυτού πόδας και χείρας, σηκώσατε αυτόν και ρίψατε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Matt | GreVamva | 22:16 | Και αποστέλλουσι προς αυτόν τους μαθητάς αυτών μετά των Ηρωδιανών, λέγοντες· Διδάσκαλε, εξεύρομεν ότι αληθής είσαι και την οδόν του Θεού εν αληθεία διδάσκεις και δεν σε μέλει περί ουδενός· διότι δεν βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων· | |
Matt | GreVamva | 22:17 | ειπέ λοιπόν προς ημάς, Τι σοι φαίνεται; είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμόν εις τον Καίσαρα ή ουχί; | |
Matt | GreVamva | 22:21 | Λέγουσι προς αυτόν· Του Καίσαρος. Τότε λέγει προς αυτούς· Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν. | |
Matt | GreVamva | 22:23 | Εν εκείνη τη ημέρα προσήλθον προς αυτόν Σαδδουκαίοι, οι λέγοντες ότι δεν είναι ανάστασις, και ηρώτησαν αυτόν, λέγοντες· | |
Matt | GreVamva | 22:24 | Διδάσκαλε, ο Μωϋσής είπεν, Εάν τις αποθάνη μη έχων τέκνα, θέλει νυμφευθή ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού και θέλει αναστήσει σπέρμα εις τον αδελφόν αυτού. | |
Matt | GreVamva | 22:25 | Ήσαν δε παρ' ημίν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη ετελεύτησε, και μη έχων τέκνον, αφήκε την γυναίκα αυτού εις τον αδελφόν αυτού· | |
Matt | GreVamva | 22:28 | Εν τη αναστάσει λοιπόν τίνος των επτά θέλει είσθαι γυνή; διότι πάντες έλαβον αυτήν. | |
Matt | GreVamva | 22:29 | Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Πλανάσθε μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού. | |
Matt | GreVamva | 22:30 | Διότι εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουσιν, αλλ' είναι ως άγγελοι του Θεού εν ουρανώ. | |
Matt | GreVamva | 22:31 | Περί δε της αναστάσεως των νεκρών δεν ανεγνώσατε το ρηθέν προς εσάς υπό του Θεού, λέγοντος· | |
Matt | GreVamva | 22:32 | Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; δεν είναι ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων. | |
Matt | GreVamva | 22:37 | Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου. | |
Matt | GreVamva | 22:42 | λέγων· Τι σας φαίνεται περί του Χριστού; τίνος υιός είναι; Λέγουσι προς αυτόν· Του Δαβίδ. | |
Matt | GreVamva | 22:43 | Λέγει προς αυτούς· Πως λοιπόν ο Δαβίδ διά Πνεύματος ονομάζει αυτόν Κύριον, λέγων, | |
Matt | GreVamva | 22:44 | Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; | |
Chapter 23
Matt | GreVamva | 23:3 | Πάντα λοιπόν όσα αν είπωσι προς εσάς να φυλάττητε, φυλάττετε και πράττετε, κατά δε τα έργα αυτών μη πράττετε· επειδή λέγουσι και δεν πράττουσι. | |
Matt | GreVamva | 23:4 | Διότι δένουσι φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιθέτουσιν επί τους ώμους των ανθρώπων, δεν θέλουσιν όμως ουδέ διά του δακτύλου αυτών να κινήσωσιν αυτά. | |
Matt | GreVamva | 23:5 | Πράττουσι δε πάντα τα έργα αυτών διά να βλέπωνται υπό των ανθρώπων. Και πλατύνουσι τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσι τα κράσπεδα των ιματίων αυτών, | |
Matt | GreVamva | 23:6 | και αγαπώσι τον πρώτον τόπον εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς | |
Matt | GreVamva | 23:7 | και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς και να ονομάζωνται υπό των ανθρώπων Ραββί, Ραββί· | |
Matt | GreVamva | 23:8 | σεις όμως μη ονομασθήτε Ραββί· διότι εις είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. | |
Matt | GreVamva | 23:9 | Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γής· διότι εις είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς. | |
Matt | GreVamva | 23:13 | Αλλ' ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι κατατρώγετε τας οικίας των χηρών και τούτο επί προφάσει ότι κάμνετε μακράς προσευχάς· διά τούτο θέλετε λάβει μεγαλητέραν καταδίκην. | |
Matt | GreVamva | 23:14 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· επειδή σεις δεν εισέρχεσθε ουδέ τους εισερχομένους αφίνετε να εισέλθωσιν. | |
Matt | GreVamva | 23:15 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι περιέρχεσθε την θάλασσαν και την ξηράν διά να κάμητε ένα προσήλυτον, και όταν γείνη, κάμνετε αυτόν υιόν της γεέννης διπλότερον υμών. | |
Matt | GreVamva | 23:16 | Ουαί εις εσάς, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες· Όστις ομόση εν τω ναώ είναι ουδέν, όστις όμως ομόση εν τω χρυσώ του ναού, υποχρεούται. | |
Matt | GreVamva | 23:17 | Μωροί και τυφλοί· διότι τις είναι μεγαλήτερος, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν; | |
Matt | GreVamva | 23:18 | Καί· Όστις ομόση εν τω θυσιαστηρίω, είναι ουδέν, όστις όμως ομόση εν τω δώρω τω επάνω αυτού, υποχρεούται. | |
Matt | GreVamva | 23:19 | Μωροί και τυφλοί· διότι τι είναι μεγαλήτερον, το δώρον ή το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον; | |
Matt | GreVamva | 23:22 | Και ο ομόσας εν τω ουρανώ, ομνύει εν τω θρόνω του Θεού και εν τω καθημένω επάνω αυτού. | |
Matt | GreVamva | 23:23 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι αποδεκατίζετε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν· ταύτα έπρεπε να πράττητε και εκείνα να μη αφίνητε. | |
Matt | GreVamva | 23:25 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και του πινακίου, έσωθεν όμως γέμουσιν εξ αρπαγής και ακρασίας. | |
Matt | GreVamva | 23:26 | Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και του πινακίου, διά να γείνη και το εκτός αυτών καθαρόν. | |
Matt | GreVamva | 23:27 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι ομοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν όμως γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. | |
Matt | GreVamva | 23:28 | Ούτω και σεις έξωθεν μεν φαίνεσθε εις τους ανθρώπους δίκαιοι, έσωθεν όμως είσθε πλήρεις υποκρίσεως και ανομίας. | |
Matt | GreVamva | 23:29 | Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί· διότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων, | |
Matt | GreVamva | 23:30 | και λέγετε· Εάν ήμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, δεν ηθέλομεν είσθαι συγκοινωνοί αυτών εν τω αίματι των προφητών. | |
Matt | GreVamva | 23:34 | Διά τούτο ιδού, εγώ αποστέλλω προς εσάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών θέλετε θανατώσει και σταυρώσει, και εξ αυτών θέλετε μαστιγώσει εν ταις συναγωγαίς σας και διώξει από πόλεως εις πόλιν, | |
Matt | GreVamva | 23:35 | διά να έλθη εφ' υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, τον οποίον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου. | |
Matt | GreVamva | 23:37 | Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σέ· ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε. | |
Chapter 24
Matt | GreVamva | 24:1 | Και εξελθών ο Ιησούς ανεχώρει από του ιερού· και προσήλθον οι μαθηταί αυτού διά να επιδείξωσιν εις αυτόν τας οικοδομάς του ιερού. | |
Matt | GreVamva | 24:2 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Δεν βλέπετε πάντα ταύτα; αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή. | |
Matt | GreVamva | 24:3 | Και ενώ εκάθητο επί του όρους των Ελαιών, προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί κατ' ιδίαν, λέγοντες· Ειπέ προς ημάς πότε θέλουσι γείνει ταύτα, και τι το σημείον της παρουσίας σου και της συντελείας του αιώνος; | |
Matt | GreVamva | 24:5 | Διότι πολλοί θέλουσιν ελθεί επί τω ονόματί μου, λέγοντες, Εγώ είμαι ο Χριστός, και πολλούς θέλουσι πλανήσει. | |
Matt | GreVamva | 24:6 | Θέλετε δε ακούσει πολέμους και φήμας πολέμων· προσέχετε μη ταραχθήτε· επειδή πάντα ταύτα πρέπει να γείνωσιν, αλλά δεν είναι έτι το τέλος. | |
Matt | GreVamva | 24:7 | Διότι θέλει εγερθή έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και θέλουσι γείνει πείναι και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους· | |
Matt | GreVamva | 24:9 | Τότε θέλουσι σας παραδώσει εις θλίψιν και θέλουσι σας θανατώσει, και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου. | |
Matt | GreVamva | 24:10 | Και τότε θέλουσι σκανδαλισθή πολλοί και θέλουσι παραδώσει αλλήλους και θέλουσι μισήσει αλλήλους. | |
Matt | GreVamva | 24:14 | Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη, και τότε θέλει ελθεί το τέλος. | |
Matt | GreVamva | 24:15 | Όταν λοιπόν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν διά του προφήτου Δανιήλ, ιστάμενον εν τω τόπω τω αγίω -ο αναγινώσκων ας εννοή- | |
Matt | GreVamva | 24:21 | Διότι τότε θέλει είσθαι θλίψις μεγάλη, οποία δεν έγεινεν απ' αρχής κόσμου έως του νυν, ουδέ θέλει γείνει. | |
Matt | GreVamva | 24:22 | Και αν δεν συνετέμνοντο αι ημέραι εκείναι, δεν ήθελε σωθή ουδεμία σάρξ· διά τους εκλεκτούς όμως θέλουσι συντμηθή αι ημέραι εκείναι. | |
Matt | GreVamva | 24:24 | διότι θέλουσιν εγερθή ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θέλουσι δείξει σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε να πλανήσωσιν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. | |
Matt | GreVamva | 24:26 | Εάν λοιπόν είπωσι προς υμάς, Ιδού, εν τη ερήμω είναι, μη εξέλθητε, Ιδού, εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε· | |
Matt | GreVamva | 24:27 | διότι καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. | |
Matt | GreVamva | 24:29 | Ευθύς δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος θέλει σκοτισθή και η σελήνη δεν θέλει δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες θέλουσι πέσει από του ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών θέλουσι σαλευθή. | |
Matt | GreVamva | 24:30 | Και τότε θέλει φανή το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ, και τότε θέλουσι θρηνήσει πάσαι αι φυλαί της γης και θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. | |
Matt | GreVamva | 24:31 | Και θέλει αποστείλει τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, και θέλουσι συνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. | |
Matt | GreVamva | 24:32 | Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν· Όταν ο κλάδος αυτής γείνη ήδη απαλός και εκβλαστάνη τα φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος· | |
Matt | GreVamva | 24:33 | ούτω και σεις, όταν ίδητε πάντα ταύτα, εξεύρετε ότι πλησίον είναι επί τας θύρας. | |
Matt | GreVamva | 24:36 | Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμή ο Πατήρ μου μόνος· | |
Matt | GreVamva | 24:37 | και καθώς αι ημέραι του Νώε, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. | |
Matt | GreVamva | 24:38 | Διότι καθώς εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού ήσαν τρώγοντες και πίνοντες, νυμφευόμενοι και νυμφεύοντες, έως της ημέρας καθ' ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν, | |
Matt | GreVamva | 24:39 | και δεν ενόησαν, εωσού ήλθεν ο κατακλυσμός και εσήκωσε πάντας, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. | |
Matt | GreVamva | 24:43 | Τούτο δε γινώσκετε ότι εάν ήξευρεν ο οικοδεσπότης εν ποία φυλακή της νυκτός έρχεται ο κλέπτης, ήθελεν αγρυπνήσει και δεν ήθελεν αφήσει να διορυχθή η οικία αυτού. | |
Matt | GreVamva | 24:44 | Διά τούτο και σεις γίνεσθε έτοιμοι, διότι καθ' ην ώραν δεν στοχάζεσθε, έρχεται ο Υιός του ανθρώπου. | |
Matt | GreVamva | 24:45 | Τις λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο κύριος αυτού κατέστησεν επί των υπηρετών αυτού, διά να δίδη εις αυτούς την τροφήν εν καιρώ; | |
Matt | GreVamva | 24:46 | Μακάριος ο δούλος εκείνος, τον οποίον όταν έλθη ο κύριος αυτού θέλει ευρεί πράττοντα ούτως. | |
Matt | GreVamva | 24:48 | Εάν δε είπη ο κακός εκείνος δούλος εν τη καρδία αυτού, Βραδύνει να έλθη ο κύριός μου, | |
Matt | GreVamva | 24:50 | θέλει ελθεί ο κύριος του δούλου εκείνου καθ' ην ημέραν δεν προσμένει και καθ' ην ώραν δεν εξεύρει, | |
Chapter 25
Matt | GreVamva | 25:1 | Τότε θέλει ομοιωθή η βασιλεία των ουρανών με δέκα παρθένους, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. | |
Matt | GreVamva | 25:6 | Εν τω μέσω δε της νυκτός έγεινε κραυγή· Ιδού, ο νυμφίος έρχεται, εξέλθετε εις απάντησιν αυτού. | |
Matt | GreVamva | 25:8 | Και αι μωραί είπον προς τας φρονίμους· Δότε εις ημάς εκ του ελαίου σας, διότι αι λαμπάδες ημών σβύνονται. | |
Matt | GreVamva | 25:9 | Απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι, λέγουσαι· Μήποτε δεν αρκέση εις ημάς και εις εσάς· όθεν υπάγετε κάλλιον προς τους πωλούντας και αγοράσατε εις εαυτάς. | |
Matt | GreVamva | 25:10 | Ενώ δε απήρχοντο διά να αγοράσωσιν, ήλθεν ο νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ' αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. | |
Matt | GreVamva | 25:11 | Ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι, λέγουσαι· Κύριε, Κύριε, άνοιξον εις ημάς. | |
Matt | GreVamva | 25:13 | Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν εξεύρετε την ημέραν ουδέ την ώραν, καθ' ην ο Υιός του ανθρώπου έρχεται. | |
Matt | GreVamva | 25:14 | Διότι θέλει ελθεί ως άνθρωπος, όστις αποδημών εκάλεσε τους δούλους αυτού και παρέδωκεν εις αυτούς τα υπάρχοντα αυτού, | |
Matt | GreVamva | 25:15 | και εις άλλον μεν έδωκε πέντε τάλαντα, εις άλλον δε δύο, εις άλλον δε εν, εις έκαστον κατά την ιδίαν αυτού ικανότητα, και απεδήμησεν ευθύς. | |
Matt | GreVamva | 25:16 | Υπήγε δε ο λαβών τα πέντε τάλαντα και εργαζόμενος δι' αυτών έκαμεν άλλα πέντε τάλαντα. | |
Matt | GreVamva | 25:18 | Ο δε λαβών το εν υπήγε και έσκαψεν εις την γην και έκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. | |
Matt | GreVamva | 25:19 | Μετά δε καιρόν πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και θεωρεί λογαριασμόν μετ' αυτών. | |
Matt | GreVamva | 25:20 | Και ελθών ο λαβών τα πέντε τάλαντα, προσέφερεν άλλα πέντε τάλαντα, λέγων· Κύριε, πέντε τάλαντα μοι παρέδωκας· ιδού, άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. | |
Matt | GreVamva | 25:21 | Και είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού· Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. | |
Matt | GreVamva | 25:22 | Προσελθών δε και ο λαβών τα δύο τάλαντα είπε· Κύριε, δύο τάλαντα μοι παρέδωκας· ιδού, άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. | |
Matt | GreVamva | 25:23 | Είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού· Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. | |
Matt | GreVamva | 25:24 | Προσελθών δε και ο λαβών το εν τάλαντον, είπε· Κύριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζων όπου δεν έσπειρας και συνάγων όθεν δεν διεσκόρπισας· | |
Matt | GreVamva | 25:26 | Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού, είπε προς αυτόν· Πονηρέ δούλε και οκνηρέ· ήξευρες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάγω όθεν δεν διεσκόρπισα· | |
Matt | GreVamva | 25:27 | έπρεπε λοιπόν να βάλης το αργύριόν μου εις τους τραπεζίτας, και ελθών εγώ ήθελον λάβει το εμόν μετά τόκου. | |
Matt | GreVamva | 25:29 | Διότι εις πάντα τον έχοντα θέλει δοθή και περισσευθή, από δε του μη έχοντος και εκείνο το οποίον έχει θέλει αφαιρεθή απ' αυτού. | |
Matt | GreVamva | 25:30 | Και τον αχρείον δούλον ρίψατε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Matt | GreVamva | 25:31 | Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού, τότε θέλει καθήσει επί του θρόνου της δόξης αυτού, | |
Matt | GreVamva | 25:32 | και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και θέλει χωρίσει αυτούς απ' αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων, | |
Matt | GreVamva | 25:34 | Τότε ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών αυτού· Έλθετε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου. | |
Matt | GreVamva | 25:35 | Διότι επείνασα, και μοι εδώκατε να φάγω, εδίψησα, και με εποτίσατε, ξένος ήμην, και με εφιλοξενήσατε, | |
Matt | GreVamva | 25:36 | γυμνός, και με ενεδύσατε, ησθένησα, και με επεσκέφθητε, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς εμέ. | |
Matt | GreVamva | 25:37 | Τότε θέλουσιν αποκριθή προς αυτόν οι δίκαιοι, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; | |
Matt | GreVamva | 25:40 | Και αποκριθείς ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω, καθ' όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε. | |
Matt | GreVamva | 25:41 | Τότε θέλει ειπεί και προς τους εξ αριστερών· Υπάγετε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον διά τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού. | |
Matt | GreVamva | 25:43 | ξένος ήμην, και δεν με εφιλοξενήσατε, γυμνός, και δεν με ενεδύσατε, ασθενής και εν φυλακή, και δεν με επεσκέφθητε. | |
Matt | GreVamva | 25:44 | Τότε θέλουσιν αποκριθή προς αυτόν και αυτοί, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμεν; | |
Matt | GreVamva | 25:45 | Τότε θέλει αποκριθή προς αυτούς, λέγων· Αληθώς σας λέγω, καθ' όσον δεν εκάμετε εις ένα τούτων των ελαχίστων, ουδέ εις εμέ εκάμετε. | |
Chapter 26
Matt | GreVamva | 26:1 | Και ότε ετελείωσεν ο Ιησούς πάντας τους λόγους τούτους, είπε προς τους μαθητάς αυτού· | |
Matt | GreVamva | 26:2 | Εξεύρετε ότι μετά δύο ημέρας γίνεται το πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται διά να σταυρωθή. | |
Matt | GreVamva | 26:3 | Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα, | |
Matt | GreVamva | 26:7 | προσήλθε προς αυτόν γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου βαρυτίμου, και κατέχεεν αυτό επί την κεφαλήν αυτού, ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν. | |
Matt | GreVamva | 26:9 | διότι ηδύνατο τούτο το μύρον να πωληθή με πολλήν τιμήν και να δοθή εις τους πτωχούς. | |
Matt | GreVamva | 26:10 | Νοήσας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Διά τι ενοχλείτε την γυναίκα; διότι έργον καλόν έπραξεν εις εμέ. | |
Matt | GreVamva | 26:12 | Επειδή χύσασα αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, έκαμε τούτο διά τον ενταφιασμόν μου. | |
Matt | GreVamva | 26:13 | Αληθώς σας λέγω, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, θέλει λαληθή και τούτο, το οποίον έπραξεν αύτη, εις μνημόσυνον αυτής. | |
Matt | GreVamva | 26:15 | και είπε· Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια. | |
Matt | GreVamva | 26:17 | Την δε πρώτην των αζύμων προσήλθον οι μαθηταί προς τον Ιησούν, λέγοντες προς αυτόν· Που θέλεις να σοι ετοιμάσωμεν διά να φάγης το πάσχα; | |
Matt | GreVamva | 26:18 | Και εκείνος είπεν· Υπάγετε εις την πόλιν προς τον δείνα και είπατε προς αυτόν· Ο Διδάσκαλος λέγει, Ο καιρός μου επλησίασεν· εν τη οικία σου θέλω κάμει το πάσχα μετά των μαθητών μου. | |
Matt | GreVamva | 26:19 | Και έκαμον οι μαθηταί καθώς παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα. | |
Matt | GreVamva | 26:22 | Και λυπούμενοι σφόδρα, ήρχισαν να λέγωσι προς αυτόν έκαστος αυτών· Μήπως εγώ είμαι, Κύριε; | |
Matt | GreVamva | 26:23 | Ο δε αποκριθείς είπεν· Ο εμβάψας μετ' εμού εν τω πινακίω την χείρα, ούτος θέλει με παραδώσει. | |
Matt | GreVamva | 26:24 | Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού· ουαί δε εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή. | |
Matt | GreVamva | 26:25 | Αποκριθείς δε ο Ιούδας, όστις παρέδιδεν αυτόν, είπε· Μήπως εγώ είμαι, Ραββί; Λέγει προς αυτόν· Συ είπας. | |
Matt | GreVamva | 26:26 | Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε και έδιδεν εις τους μαθητάς και είπε· Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου· | |
Matt | GreVamva | 26:27 | και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων· Πίετε εξ αυτού πάντες· | |
Matt | GreVamva | 26:28 | διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. | |
Matt | GreVamva | 26:29 | Σας λέγω δε ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου. | |
Matt | GreVamva | 26:31 | Τότε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Πάντες υμείς θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην· διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα, και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα της ποίμνης· | |
Matt | GreVamva | 26:33 | Αποκριθείς δε ο Πέτρος, είπε προς αυτόν· Και αν πάντες σκανδαλισθώσιν εν σοι, εγώ ποτέ δεν θέλω σκανδαλισθή. | |
Matt | GreVamva | 26:34 | Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Αληθώς σοι λέγω ότι ταύτην την νύκτα, πριν φωνάξη ο αλέκτωρ, τρίς θέλεις με απαρνηθή. | |
Matt | GreVamva | 26:35 | Λέγει προς αυτόν ο Πέτρος· Και αν γείνη χρεία να αποθάνω μετά σου, δεν θέλω σε απαρνηθή. Ομοίως είπον και πάντες οι μαθηταί. | |
Matt | GreVamva | 26:36 | Τότε έρχεται μετ' αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και λέγει προς τους μαθητάς· Καθήσατε αυτού, εωσού υπάγω και προσευχηθώ εκεί. | |
Matt | GreVamva | 26:37 | Και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να αδημονή. | |
Matt | GreVamva | 26:38 | Τότε λέγει προς αυτούς· Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε μετ' εμού. | |
Matt | GreVamva | 26:39 | Και προχωρήσας ολίγον έπεσεν επί πρόσωπον αυτού, προσευχόμενος και λέγων· Πάτερ μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ' εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ. | |
Matt | GreVamva | 26:40 | Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους, και λέγει προς τον Πέτρον· Ούτω δεν ηδυνήθητε μίαν ώραν να αγρυπνήσητε μετ' εμού; | |
Matt | GreVamva | 26:41 | αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. | |
Matt | GreVamva | 26:42 | Πάλιν εκ δευτέρου υπήγε και προσευχήθη, λέγων· Πάτερ μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ' εμού χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά σου. | |
Matt | GreVamva | 26:43 | Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν κοιμωμένους· διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι. | |
Matt | GreVamva | 26:45 | Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει προς αυτούς· Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε· ιδού, επλησίασεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών. | |
Matt | GreVamva | 26:47 | Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. | |
Matt | GreVamva | 26:48 | Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων· Όντινα φιλήσω, αυτός είναι· πιάσατε αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 26:50 | Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 26:51 | Και ιδού, εις των μετά του Ιησού εκτείνας την χείρα έσυρε την μάχαιραν αυτού, και κτυπήσας τον δούλον του αρχιερέως απέκοψε το ωτίον αυτού. | |
Matt | GreVamva | 26:52 | Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής· διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή. | |
Matt | GreVamva | 26:53 | Η νομίζεις ότι δεν δύναμαι ήδη να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και θέλει στήσει πλησίον μου περισσοτέρους παρά δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; | |
Matt | GreVamva | 26:55 | Εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους· Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων να με συλλάβητε; καθ' ημέραν εκαθήμην πλησίον υμών διδάσκων εν τω ιερώ, και δεν με επιάσατε. | |
Matt | GreVamva | 26:56 | Τούτο δε όλον έγεινε διά να πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών. Τότε οι μαθηταί πάντες αφήσαντες αυτόν έφυγον. | |
Matt | GreVamva | 26:57 | Οι δε πιάσαντες τον Ιησούν έφεραν προς Καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου συνήχθησαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. | |
Matt | GreVamva | 26:58 | Ο δε Πέτρος ηκολούθει αυτόν από μακρόθεν έως της αυλής του αρχιερέως, και εισελθών έσω εκάθητο μετά των υπηρετών διά να ίδη το τέλος. | |
Matt | GreVamva | 26:59 | Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού, διά να θανατώσωσιν αυτόν, | |
Matt | GreVamva | 26:60 | και δεν εύρον· και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, δεν εύρον. Ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες, | |
Matt | GreVamva | 26:61 | είπον· Ούτος είπε, Δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού και διά τριών ημερών να οικοδομήσω αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 26:62 | Και σηκωθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Δεν αποκρίνεσαι; τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου; | |
Matt | GreVamva | 26:63 | Ο δε Ιησούς εσιώπα. Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα να είπης προς ημάς αν συ ήσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού. | |
Matt | GreVamva | 26:64 | Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Συ είπας· πλην σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. | |
Matt | GreVamva | 26:65 | Τότε ο αρχιερεύς διέσχισε τα ιμάτια αυτού, λέγων ότι εβλασφήμησε· τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; ιδού, τώρα ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού· | |
Matt | GreVamva | 26:69 | Ο δε Πέτρος εκάθητο έξω εν τη αυλή και προσήλθε προς αυτόν μία δούλη, λέγουσα· Και συ ήσο μετά Ιησού του Γαλιλαίου. | |
Matt | GreVamva | 26:71 | Και ότε εξήλθεν εις τον πυλώνα, είδεν αυτόν άλλη και λέγει προς τους εκεί, Και ούτος ήτο μετά Ιησού του Ναζωραίου. | |
Matt | GreVamva | 26:73 | Μετ' ολίγον δε προσελθόντες οι εστώτες, είπον προς τον Πέτρον· Αληθώς και συ εξ αυτών είσαι· διότι η λαλιά σου σε κάμνει φανερόν. | |
Matt | GreVamva | 26:74 | Τότε ήρχισε να καταναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον. Και ευθύς εφώναξεν ο αλέκτωρ. | |
Chapter 27
Matt | GreVamva | 27:1 | Ότε δε έγεινε πρωΐ, συνεβουλεύθησαν πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού διά να θανατώσωσιν αυτόν· | |
Matt | GreVamva | 27:2 | και δέσαντες αυτόν, έφεραν και παρέδωκαν αυτόν εις τον Πόντιον Πιλάτον τον ηγεμόνα. | |
Matt | GreVamva | 27:3 | Τότε ιδών Ιούδας ο παραδόσας αυτόν ότι κατεδικάσθη, μεταμεληθείς επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια εις τους πρεσβυτέρους, | |
Matt | GreVamva | 27:6 | Οι δε αρχιερείς, λαβόντες τα αργύρια, είπον· Δεν είναι συγκεχωρημένον να βάλωμεν αυτά εις το θησαυροφυλάκιον, διότι είναι τιμή αίματος. | |
Matt | GreVamva | 27:7 | Και συμβουλευθέντες ηγόρασαν με αυτά τον αγρόν του κεραμέως, διά να ενταφιάζωνται εκεί οι ξένοι. | |
Matt | GreVamva | 27:9 | Τότε επληρώθη το ρηθέν διά Ιερεμίου του προφήτου, λέγοντος· Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του εκτιμηθέντος, τον οποίον εξετίμησαν από των υιών Ισραήλ, | |
Matt | GreVamva | 27:11 | Ο δε Ιησούς εστάθη έμπροσθεν του ηγεμόνος· και ηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών, λέγων· Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Συ λέγεις. | |
Matt | GreVamva | 27:15 | Κατά δε την εορτήν εσυνείθιζεν ο ηγεμών να απολύη εις τον όχλον ένα δέσμιον, όντινα ήθελον. | |
Matt | GreVamva | 27:17 | Ενώ λοιπόν ήσαν συνηγμένοι, είπε προς αυτούς ο Πιλάτος· Τίνα θέλετε να σας απολύσω; τον Βαραββάν ή τον Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; | |
Matt | GreVamva | 27:19 | Ενώ δε εκάθητο επί του βήματος, απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού, λέγουσα· Άπεχε του δικαίου εκείνου· διότι πολλά έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 27:20 | Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους να ζητήσωσι τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν να απολέσωσι. | |
Matt | GreVamva | 27:21 | Και αποκριθείς ο ηγεμών είπε προς αυτούς· Τίνα θέλετε από των δύο να σας απολύσω; οι δε είπον· Τον Βαραββάν. | |
Matt | GreVamva | 27:22 | Λέγει προς αυτούς ο Πιλάτος· Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσι προς αυτόν πάντες· Σταυρωθήτω. | |
Matt | GreVamva | 27:23 | Ο δε ηγεμών είπε· Και τι κακόν έπραξεν; Οι δε περισσότερον έκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω. | |
Matt | GreVamva | 27:24 | Και ιδών ο Πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ ένιψε τας χείρας αυτού έμπροσθεν του όχλου, λέγων· Αθώος είμαι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε. | |
Matt | GreVamva | 27:25 | Και αποκριθείς πας ο λαός είπε· το αίμα αυτού ας ήναι εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών. | |
Matt | GreVamva | 27:26 | Τότε απέλυσεν εις αυτούς τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν μαστιγώσας παρέδωκε διά να σταυρωθή. | |
Matt | GreVamva | 27:27 | Τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος, παραλαβόντες τον Ιησούν εις το πραιτώριον, συνήθροισαν επ' αυτόν όλον το τάγμα των στρατιωτών· | |
Matt | GreVamva | 27:29 | και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών, έθεσαν επί την κεφαλήν αυτού και κάλαμον εις την δεξιάν αυτού, και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού, ενέπαιζον αυτόν, λέγοντες· Χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων· | |
Matt | GreVamva | 27:31 | Και αφού ενέπαιξαν αυτόν, εξέδυσαν αυτόν την χλαμύδα και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια αυτού, και έφεραν αυτόν διά να σταυρώσωσιν. | |
Matt | GreVamva | 27:32 | Ενώ δε εξήρχοντο, εύρον άνθρωπον Κυρηναίον, ονομαζόμενον Σίμωνα· τούτον ηγγάρευσαν διά να σηκώση τον σταυρόν αυτού. | |
Matt | GreVamva | 27:34 | έδωκαν εις αυτόν να πίη όξος μεμιγμένον μετά χολής· και γευθείς δεν ήθελε να πίη. | |
Matt | GreVamva | 27:35 | Αφού δε εσταύρωσαν αυτόν διεμερίσθησαν τα ιμάτια αυτού, βάλλοντες κλήρον, διά να πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου, Διεμερίσθησαν τα ιμάτιά μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. | |
Matt | GreVamva | 27:37 | Και έθεσαν επάνωθεν της κεφαλής αυτού την κατηγορίαν αυτού γεγραμμένην· Ούτος εστιν Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων. | |
Matt | GreVamva | 27:40 | και λέγοντες· Ο χαλών τον ναόν και διά τριών ημερών οικοδομών, σώσον σεαυτόν· αν ήσαι Υιός του Θεού, κατάβα από του σταυρού. | |
Matt | GreVamva | 27:41 | Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά των γραμματέων και πρεσβυτέρων, έλεγον. | |
Matt | GreVamva | 27:42 | Άλλους έσωσεν, εαυτόν δεν δύναται να σώση· αν ήναι βασιλεύς του Ισραήλ, ας καταβή τώρα από του σταυρού και θέλομεν πιστεύσει εις αυτόν· | |
Matt | GreVamva | 27:43 | πέποιθεν επί τον Θεόν, ας σώση τώρα αυτόν, εάν θέλη αυτόν· επειδή είπεν ότι Θεού Υιός είμαι. | |
Matt | GreVamva | 27:46 | περί δε την εννάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς μετά φωνής μεγάλης, λέγων· Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί; τουτέστι, Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες; | |
Matt | GreVamva | 27:48 | Και ευθύς έδραμεν εις εξ αυτών και λαβών σπόγγον και γεμίσας όξους και περιθέσας εις κάλαμον επότιζεν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 27:51 | Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, | |
Matt | GreVamva | 27:53 | και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την ανάστασιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν εις πολλούς. | |
Matt | GreVamva | 27:54 | Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού φυλάττοντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Αληθώς Θεού Υιός ήτο ούτος. | |
Matt | GreVamva | 27:55 | Ήσαν δε εκεί γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τον Ιησούν από της Γαλιλαίας υπηρετούσαι αυτόν· | |
Matt | GreVamva | 27:56 | μεταξύ των οποίων ήτο Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η μήτηρ του Ιακώβου και Ιωσή, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου. | |
Matt | GreVamva | 27:57 | Ότε δε έγεινεν εσπέρα, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, το όνομα Ιωσήφ, όστις και αυτός εμαθήτευσεν εις τον Ιησούν· | |
Matt | GreVamva | 27:58 | ούτος ελθών προς τον Πιλάτον, εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος προσέταξε να αποδοθή το σώμα. | |
Matt | GreVamva | 27:60 | και έθεσεν αυτό εν τω νέω αυτού μνημείω, το οποίον ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν εις την θύραν του μνημείου ανεχώρησεν. | |
Matt | GreVamva | 27:62 | Και τη επαύριον, ήτις είναι μετά την παρασκευήν, συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προς τον Πιλάτον | |
Matt | GreVamva | 27:63 | λέγοντες· Κύριε, ενεθυμήθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, Μετά τρεις ημέρας θέλω αναστηθή. | |
Matt | GreVamva | 27:64 | Πρόσταξον λοιπόν να ασφαλισθή ο τάφος έως της τρίτης ημέρας, μήποτε οι μαθηταί αυτού ελθόντες διά νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι προς τον λαόν, Ανέστη εκ των νεκρών· και θέλει είσθαι η εσχάτη πλάνη χειροτέρα της πρώτης. | |
Matt | GreVamva | 27:65 | Είπε δε προς αυτούς ο Πιλάτος· Έχετε φύλακας· υπάγετε, ασφαλίσατε καθώς εξεύρετε. | |
Chapter 28
Matt | GreVamva | 28:1 | Αφού δε επέρασε το σάββατον, περί τα χαράγματα της πρώτης ημέρας της εβδομάδος ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, διά να θεωρήσωσι τον τάφον. | |
Matt | GreVamva | 28:2 | Και ιδού έγεινε σεισμός μέγας· διότι άγγελος Κυρίου καταβάς εξ ουρανού ήλθε και απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού. | |
Matt | GreVamva | 28:5 | Αποκριθείς δε ο άγγελος είπε προς τας γυναίκας· μη φοβείσθε σείς· διότι εξεύρω ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε· | |
Matt | GreVamva | 28:6 | δεν είναι εδώ· διότι ανέστη, καθώς είπεν. Έλθετε, ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος. | |
Matt | GreVamva | 28:7 | Και υπάγετε ταχέως και είπατε προς τους μαθητάς αυτού ότι ανέστη εκ των νεκρών, και ιδού, υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν· εκεί θέλετε ιδεί αυτόν· ιδού, σας είπον. | |
Matt | GreVamva | 28:8 | Και εξελθούσαι ταχέως από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης έδραμον να απαγγείλωσι προς τους μαθητάς αυτού. | |
Matt | GreVamva | 28:9 | Ενώ δε ήρχοντο να απαγγείλωσι προς τους μαθητάς αυτού, ιδού, ο Ιησούς απήντησεν αυτάς, λέγων· Χαίρετε. Και εκείναι προσελθούσαι επίασαν τους πόδας αυτού και προσεκύνησαν αυτόν. | |
Matt | GreVamva | 28:10 | Τότε λέγει προς αυτάς ο Ιησούς· Μη φοβείσθε· υπάγετε, απαγγείλατε προς τους αδελφούς μου, διά να υπάγωσιν εις την Γαλιλαίαν· και εκεί θέλουσι με ιδεί. | |
Matt | GreVamva | 28:11 | Ενώ δε αυταί απήρχοντο, ιδού, τινές των φυλάκων ελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν προς τους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα, | |
Matt | GreVamva | 28:12 | Και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων και συμβουλευθέντες έδωκαν εις τους στρατιώτας αργύρια ικανά, | |
Matt | GreVamva | 28:13 | λέγοντες· Είπατε ότι οι μαθηταί αυτού ελθόντες διά νυκτός έκλεψαν αυτόν, ενώ ημείς εκοιμώμεθα. | |
Matt | GreVamva | 28:14 | Και εάν ακουσθή τούτο ενώπιον του ηγεμόνος, ημείς θέλομεν πείσει αυτόν και εσάς θέλομεν κάμει αμερίμνους. | |
Matt | GreVamva | 28:15 | Εκείνοι δε λαβόντες τα αργύρια, έπραξαν ως εδιδάχθησαν. Και διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά τοις Ιουδαίοις μέχρι της σήμερον. | |
Matt | GreVamva | 28:16 | Οι δε ένδεκα μαθηταί υπήγον εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος όπου παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς. | |
Matt | GreVamva | 28:18 | Και προσελθών ο Ιησούς, ελάλησε προς αυτούς, λέγων· Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. | |
Matt | GreVamva | 28:19 | Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, | |